Πῶς κατεβαίνει, Γέροντα, ὁ νοῦς στὴν καρδιά;–
Ὅταν πονάη ἡ καρδιά, κατεβαίνει ὁ νοῦς στὴν καρδιά. Πῶς πονάει ἡ καρδιά;
Ὅταν σκέφτωμαι τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δική μου ἀχαριστία, ἡ καρδιὰ κεντιέται, πονάει, καὶ ὁ νοῦς πηγαίνει ἐκεῖ.
–Γέροντα, ὅταν ἔχω πονοκέφαλο, δὲν μπορῶ νὰ προσευχηθῶ.
–Ἂν πονάη τὸ πόδι σου καὶ ἐκείνη τὴν στιγμὴ κόψης μὲ τὸ μαχαίρι τὸ χέρι σου, ξεχνᾶς τὸν πόνο τοῦ ποδιοῦ καὶ σκέφτεσαι τὸ χέρι.
Ἔτσι καὶ ὅταν ἔχης πονοκέφαλο καὶ δὲν μπορῆς νὰ προσευχηθῆς, νὰ σκέφτεσαι πρῶτα τὶς ἁμαρτίες σου καὶ ὕστερα τὸν πόνο τοῦ κόσμου καὶ θὰ πονᾶ ἡ καρδιά σου.
Ὁ πόνος τῆς καρδιᾶς θὰ ἐξουδετερώνη τὸν πονοκέφαλο καὶ θὰ προσεύχεσαι καρδιακὰ γιὰ τὸν ἑαυτό σου καὶ γιὰ ὅλον τὸν κόσμο.
–Γέροντα, τί βοηθάει νὰ μὴ μετεωρίζεται ὁ νοῦς;
–Εἶναι δύσκολο νὰ χαλιναγωγήση κανεὶς τὸν νοῦ, ὁ ὁποῖος τρέχει μὲ ταχύτητα μεγαλύτερη ἀπὸ τὴν ταχύτητα τοῦ φωτός.
Πρέπει νὰ τὸν πιάση «ἀπὸ τὸ χεράκι» καὶ νὰ τὸν πάη κοντὰ στοὺς πονεμένους, στοὺς ἀρρώστους, στοὺς ἐγκαταλελειμμένους, στοὺς κεκοιμημένους.
Τότε ὁ νοῦς, ποὺ τὰ βλέπει ὅλα αὐτά, «χτυπάει» τὴν καρδιά, ἡ ὁποία, ὅσο σκληρὴ κι ἂν εἶναι, σπάζει, καὶ ἡ προσευχὴ γίνεται καρδιακή. Μὲ δάκρυα παρακαλεῖ μετὰ ὁ ἄνθρωπος τὸν Θεὸ νὰ ἐπέμβη.
Ἂν ὅμως κάποιος τὰ σκέφτεται ὅλα αὐτὰ καὶ δὲν συμπάσχη καὶ δὲν τὸν συγκλονίζη οὔτε ἡ δυστυχία τοῦ κόσμου οὔτε ἡ κόλαση τῶν κεκοιμημένων ποὺ εἶναι ὑπόδικοι οὔτε καὶ ἡ καταδίκη τῶν ψυχῶν τους, φαίνεται ὅτι τὰ ἔχει ὅλα ἄφθονα καὶ εἶναι χορτασμένος· ὑπερισχύει τὸ σαρκικὸ φρόνημα καὶ ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος εἶναι πολὺ δυνατός.
–Γέροντα, στὴν Ἀκολουθία πολλὲς φορὲς ὁ νοῦς μου δὲν πηγαίνει στὰ οὐράνια, ἀλλὰ στὸν πόνο τῶν ἀνθρώπων.
–Αὐτὰ ἑνωμένα εἶναι. Τὸ θέμα δὲν εἶναι νὰ λέη κανεὶς ἁπλῶς τὴν εὐχὴ οὔτε νὰ ἔχη μόνον καθαρὸ τὸν νοῦ του ἀπὸ λογισμούς, ἀλλὰ νὰ δουλεύη τὸ «μηχανάκι», νὰ πονάη ἡ καρδιὰ γιὰ τὸ θέμα ποὺ εὔχεται.
–Ὅταν, Γέροντα, μετὰ τὴν διακονία μπαίνω στὸ κελλί, προσπαθῶ νὰ συμμαζέψω τὸ μυαλό μου ἀπὸ τὶς διάφορες δουλειὲς καὶ τὶς παραστάσεις, ἀλλὰ αἰσθάνομαι ἕνα σφίξιμο στὸ κεφάλι.
–«Νὰ συμμαζέψω τὸν νοῦ μου» νὰ λές. Ἀλλὰ καλὰ εἶπες «νὰ συμμαζέψω τὸ μυαλό», γιατὶ ἐσὺ κάνεις προσευχὴ μὲ τὸ μυαλό. Ἂν ἡ προσευχὴ γίνεται μὲ τὸ μυαλό, εἶναι φυσικὸ νὰ ζορίζεται τὸ μυαλὸ καὶ νὰ πονάη τὸ κεφάλι.
Αὐτὸ τὸ βλέπω καὶ σὲ ἄλλους· πηγαίνουν νὰ κάνουν ἐργασία πνευματική, διαβάζουν λ.χ. κάτι πνευματικό, καὶ δὲν χρησιμοποιοῦν τὸν νοῦ ἀλλὰ τὸ μυαλὸ καὶ μετὰ πονάει τὸ κεφάλι.
Ὅπως καὶ ἐκεῖνοι ποὺ πᾶνε νὰ χρησιμοποιήσουν τὴν καρδιὰ μὲ ἕναν μηχανικὸ τρόπο136, γιὰ νὰ ποῦν τὴν εὐχή, καὶ πονάει μετὰ ἡ καρδιά. Ὅταν ὅμως θέλω νὰ προσευχηθῶ καὶ πάω νὰ συγκεντρωθῶ, πρέπει ὁ νοῦς νὰ πάη στὸν Χριστό.
Τότε δὲν φεύγει· δίνει ἀμέσως τηλεγράφημα καὶ στὴν καρδιὰ καὶ ἑνώνεται ὁ νοῦς μὲ τὴν καρδιά. Τὸ ἄλλο εἶναι δουλειὰ μὲ τὴν λογική, γι’ αὐτὸ κουράζει.
Γιατί λέω ὅτι πρέπει νὰ κάνουμε δικό μας τὸν πόνο τοῦ ἄλλου; Πρέπει ὁ νοῦς νὰ πάη στὸν πόνο τοῦ ἄλλου καὶ τότε νὰ προσευχηθῆς. Διαφορετικὰ εἶναι ἕνα ξερὸ πράγμα.
Λὲς λ.χ. μὲ τὸ μυαλό σου ὅτι ὑπάρχουν ἄρρωστοι καὶ πρέπει νὰ προσευχηθῆς γι’ αὐτούς, ἀλλὰ δὲν συμμετέχει οὔτε ὁ νοῦς οὔτε ἡ καρδιά. Ἐνῶ, βλέπεις, ὅταν πονᾶς κάπου, ὁ νοῦς σου πάει συνέχεια ἐκεῖ.
Ἔτσι καὶ σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση, ὅταν κάνης δικό σου τὸν πόνο τοῦ ἄλλου, ὁ νοῦς σου δὲν φεύγει ἀπὸ ἐκεῖ.
γ. Παϊσίου Ἁγιορείτου: ΛΟΓΟΙ ΣΤ’ «Περί Προσευχής» -97-