Πῆγε ἕνας ἀββὰς σὲ ἕνα μοναστήρι καὶ τὸν πληροφόρησε ὁ Θεὸς ὅτι στὸ μοναστήρι αὐτὸ ὑπάρχει ἕνας μεγάλος Ἅγιος πού ἔχει τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ πάνω του.
Πῆγε στὸ μοναστήρι καὶ λέει στὸν ἠγούμενο: “Θέλω νὰ δῶ ὅλους τοὺς μοναχούς”. Του λέει ὁ ἠγούμενος: “αὔριο στὴν Ἐκκλησία θὰ τοὺς δεις ὅλους”.
Πάει τὸ πρωὶ στὴν Ἐκκλησία, τοὺς παρακολουθεῖ ὅλους καὶ δὲ βρίσκει αὐτὸν πού ἔψαχνε. Λέει καλοὶ εἶναι, ἐνάρετοι εἶναι ὅλοι ἀλλὰ δὲν βρῆκα αὐτὸν πού ἔχει τὴ μεγάλη χάρη..
Λέει στὸν ἠγούμενο: “ἀββᾶ, ἔχεις κάποιον ἀκόμα;”. Λέει ὁ ἠγούμενος: “πάτερ μου, οἱ πατέρες ὅλοι ἐδῶ εἶναι στὴν ἐκκλησία.” Λέει ὁ ἀββὰς: “μὰ κάποιος λείπει!”.
Λέει ὁ ἠγούμενος: “ἔχουμε καὶ ἕναν ἔτσι λίγο παλαβό, λίγο ἄρρωστο πού εἶναι στὸ μαγειρεῖο”. Λέει: “φέρτε τὸν κι ἐκεῖνον”. Τον φέρνουν, εἶδε πάνω του ὅλο τὸ πνεῦμα τὸ Ἅγιο! Του λέει ὁ ἀββὰς: “τὶ κάνεις ἐσὺ;”
“Τι κάνω ἐγὼ πάτερ μου; λέει, ἐγὼ εἶμαι ἀνάξιος νὰ εἶμαι μὲ τοὺς πατέρες στὴν Ἐκκλησία καὶ εἶμαι στὸ μαγειρεῖο καὶ μαγειρεύω νὰ βροῦν μαγειρεμένα ὅταν τελειώσει ἡ Ἐκκλησία.
Καὶ ἔχω μεγάλη εὐχαρίστηση πού διακονῶ τοὺς πατέρες πού εἶναι σὰν ἄγγελοι κι ἐγὼ εἶμαι σὰν δαίμονας. Καὶ ὅταν βρῶ 2-3 λεπτὰ τρέχω στὴν πόρτα τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἀκούσω δυό λόγια ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ πάλι τρέχω πίσω στὸ μαγειρεῖο”.
Σὰν τὰ ἔλεγε αὐτά, ἐπειδὴ εἶχε τὸ φαγητὸ πάνω στὴ φωτιά, ξεχείλισε τὸ καζάνι καὶ πῆρε φωτιά.
Ἀφήνει τὸ γέροντα καὶ τρέχει αὐτὸς ὁ καημένος μὲς στὴ φωτιά, μπαίνει μέσα καὶ μὲ τὰ χέρια τοῦ ἅρπαζε τὰ κάρβουνα, τὶς φωτιές, ἀνακάτευε τὰ φαγητὰ καὶ δὲν καιγόταν! Καὶ λέει ὁ ἀββὰς: “Ὁ Θεός, λέει, πατέρες εἶναι στὸ μαγειρεῖο! Δὲν εἶναι ἐδῶ μαζὶ μας”.
Λοιπὸν ὁ Θεὸς εἶναι ἐκεῖ ὅπου ὁ ἄνθρωπος θυσιάζει τὸν ἑαυτὸ του. Γι’αυτό σώζεται κάνεις μέσα στὸ γάμο διότι, βλέπεις, κόβεις τὸ θέλημὰ σου!
Ἐπίσκοπος Λεμεσοῦ Ἀθανάσιος