Στο θαυμαστό βίο του Οσίου Ανδρέου του διά Χριστόν σαλού αναφέρεται ότι μια Κυριακή πρωί ο Άγιος συζητούσε με το μαθητή του Επιφάνιο. Έτυχε τότε να περνά απ’ εκεί κάποιος άρχοντας πηγαίνοντας στο παλάτι.
Μόλις τον είδε ο μακάριος Ανδρέας, κατάλαβε την αμαρτία του, ότι δηλαδή πριν από λίγο είχε συνέλθει με τη γυναίκα του παρακινημένος από τον πονηρό.
Του λέει λοιπόν:
– Εμόλυνες ελεεινέ, την ημέρα της Δεσποτικής Αναστάσεως και πηγαίνεις τώρα να μολύνεις και το παλάτι;
Εκείνος απόρησε. Έφυγε κατάπληκτος και διηγήθηκε στους φίλους του ότι ο σαλός του απεκάλυψε την αμαρτία του. Απ’ αυτούς άλλοι θαύμασαν, άλλοι δεν το πίστεψαν, ενώ άλλοι είπαν ότι του το εφανέρωσε ο δαίμονας.
Εν τω μεταξύ ο Επιφάνιος ρώτησε με απορία τον Όσιο:
-Τί σήμαινε, πάτερ, ο λόγος πού είπες στον άρχοντα;
-Είδα, παιδί μου, αυτή τη νύχτα μια πολύ ωραία βασίλισσα (η προσωποποίησις της ημέρας Κυριακής).
Φορούσε στέμμα βασιλικό, στολισμένο με μαργαριτάρια και πολύτιμους λίθους και επιτιμούσε τον άρχοντα λέγοντάς του: «Φιλήδονε, πως τόλμησες να μολύνεις το ανάκτορο μου!
Δεν σου έφθανε, αχόρταγε, ολόκληρη η εβδομάδα, για να ικανοποιείς την επιθυμία σου; Θέλησες, αναίσθητε, να μολύνεις κι εμένα, την κυρία των ημερών;
Μα τον νυμφίο μου Χριστό, αν δευτερώσεις το πράγμα, δεν θα τριτώσεις». Αυτά του είπε κι έγινε άφαντη. Πόνεσε η ψυχή μου παιδί μου, με όσα είδα, γι’ αυτό και τον επετίμησα μήπως διορθωθεί.
Λέγοντάς του η βασίλισσα ότι αν δευτερώσει, δεν θα τριτώσει, εννοούσε ότι θα ζητήσει δρεπάνι για να τον θερίσει.
Γιατί, από τη στιγμή πού θα πεθάνει ο άνθρωπος, δεν αμαρτάνει πια ούτε πάλι μπορεί να κάνει το καλό.
Όταν χωρίσει η ψυχή από το σώμα, σταματά κάθε δραστηριότης.