Ὁ ταπεινός, ἔλεγε, δὲν εἶναι μιὰ προσωπικότητα διαλυμένη. Ἔχει συνείδηση τῆς κατάστασής του, ἀλλὰ δὲν ἔχει χάσει τὸ κέντρο τῆς προσωπικότητάς του.
Ξέρει τὴν ἁμαρτωλότητά του, τὴ μικρότητά του καὶ δέχεται τὶς παρατηρήσεις τοῦ πνευματικοῦ του, τῶν ἀδελφῶν του. Λυπᾶτα, ἀλλὰ δὲν ἀπελπίζεται. Θλίβεται, ἀλλὰ δὲν ἐξουθενώνεται καὶ δὲν ὀργίζεται.
Ὁ κυριευμένος ἀπὸ τὸ σύμπλεγμα κατωτερότητας, ἐξωτερικὰ καὶ στὴν ἀρχή, μοιάζει μὲ τὸν ταπεινό. Ἂν ὅμως, λίγο τὸν θίξεις ἢ καὶ τὸν συμβουλεύσεις, τότε τὸ ἀρρωστημένο ἐγὼ ἐξανίσταται, ταράζεται, χάνει κι αὐτὴ τὴ λίγη εἰρήνη ποὺ ἔχει.
Τὸ ἴδιο, ἔλεγε, συμβαίνει καὶ μὲ τὸν παθολογικὰ μελαγχολικὸ σὲ σχέση μὲ τὸν μετανοοῦντα ἁμαρτωλό. “Ὁ μελαγχολικὸς περιστρέφεται κι ἀσχολεῖται μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ μόνο.
Ὁ ἁμαρτωλός, ποὺ μετανοεῖ καὶ ἐξομολογεῖται, βγαίνει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Αὐτὸ τὸ μεγάλο ἔχει ἡ πίστη μας: τὸν ἐξομολόγο, τὸν πνευματικό. Ἔτσι καὶ τὸ πεῖς στὸ Γέροντα καὶ λάβεις τὴ συγχώρηση, μὴ γυρνᾶς πίσω”. Αὐτὸ τὸ τόνιζε πολύ.
Νὰ μὴν ξαναγυρνᾶ κανεὶς στὰ προηγούμενα, ἀλλὰ νὰ προχωρᾶ. Πόσους αἰχμαλωτισμένους στὴ μαύρη χώρα τῆς ἀπελπισίας δὲν εἶχε σώσει τὴν ἔσχατη ὥρα τραβώντας τους μὲ τὴ δύναμη τῆς παρρησίας του στὸν Θεό!
Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν Γέροντος Πορφυρίου, σελ. 347