Ένας αμαρτωλός νέος, ο Τζίμμυ, στην πρώτη του εξομολόγηση στον π. Γερβάσιο κλαίει γονυπετής:
– Χάλασα, πάτερ μου, και τις δέκα εντολές και κάτι περισσότερο.
Και τότε ο φωτισμένος γέροντας, ο ο καλοκάγαθος και γεμάτος αγάπη ποιμένας, αφού έθεσε τα χέρια του στους ώμους του παραστρατημένου προβάτου του, τού λέει:
– Σήκω, παιδί μου, αυτή τη στιγμή δεν θέλω να μου πεις τι ακριβώς έκανες και λύπησε στο Θεό. Αρκεί η μετάνοιά σου. Πήγαινε στο σπίτι σου, ετοιμάσου και την Κυριακή να προσέλθεις στην Εκκλησία και να λάβεις τη θεία κοινωνία.
Σε μένα δε να έρθεις μετά από μία εβδομάδα. Κατάπληκτος ο Τζίμμι ρώτα, διότι του ήταν απίστευτο αυτό το οποίο άκουσε.
– Εγώ θα κοινωνήσω αυτή την Κυριακή, πάτερ μου;
– Ναι, εσύ, του απαντά ο πατήρ. Συγκινημένος βγαίνει από το ιερό εξομολογητήριο. Τώρα πλέον δεν είναι ο Τζίμι, αλλά το πιστό και μετανοημένο τέκνο του Θεού.
Κοινωνεί την Κυριακή, όπως ακριβώς του είχε πει ο πνευματικός του πατέρας, επανέρχεται, εξομολογείται τα πάντα, λαμβάνει ένα μικρό κανόνα και γίνεται πλέον διαπρύσιος κήρυκας του Ευαγγελίου.
(Αρχιμ. Ιωάννου Κωστώφ, Οδηγός Εξομολογητικής, Σταμάτα 2016, σελ.209 όπου και η πηγή)