Του Αββά Ματώη
α ’ Έλεγε ο Αββάς Ματώης: «θέλω έργο ελαφρό και να μένη, παρά επίπονο από την αρχή και γρήγορα να κόβεται».
β΄ Είπε πάλι: «Όσο προσεγγίζει τινάς τον Θεό, τόσο πιο αμαρτωλό βλέπει τον εαυτό του. Έτσι και ο προφήτης Ησαΐας, σαν είδε τον Θεό, ταλαίπωρο και ρυπαρό έλεγε τον εαυτό του».
γ’. Έλεγε πάλι: Όταν ήμουν νεώτερος, έλεγα μέσα μου, ότι δήθεν κάτι καλό κάνω. Τώρα δε όπου γήρασα, βλέπω ότι δεν έχω κανένα καλό έργο στη ζωή μου».
δ’. Είπε πάλι: «Δεν είδε ο σατανάς με τι πάθος νικάται η ψυχή. Σπέρνει μεν, αλλά δεν ξέρει αν θα θερίση. Ήγουν, άλλοτε τους λογισμούς της σαρκικής αμαρτίας, άλλοτε τους λογισμούς της κατακρίσεως και επίσης τα υπόλοιπα πάθη. Και σε όποιο πάθος δη την ψυχή να έχη στραφή, μ’ αυτό την τροφοδοτεί».
ε . Ένας αδελφός πήγε στον Αββά Ματώη και του λέγει: «Πώς οι Σκητιώτες έκαναν περισσότερα από ό,τι εντέλλεται η Γραφή, αγαπώντας τους εχθρούς τους πάνω από τον εαυτός τους;». Του λέγει ο Αββάς Ματώης: «Τι να σου πω; Εγώ αυτόν όπου με αγαπά, δεν τον αγαπώ σαν τον εαυτό μου».
στ’. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ματώη: «Τι να κάμω αν με επισκεφθή κάποιος αδελφός και είναι νηστεία η πρωί, πράγμα όπου με στενοχωρεί;». Και του λέγει ο γέρων: Αν μεν δεν στενοχωριέσαι και φας με τον αδελφό, καλά κάνεις. Αν όμως κανέναν δεν περιμένης και φας, τότε κάνεις το δικό σου θέλημα».
ζ’. Είπε ο Αββάς Ιακώβ: «Πήγα κάποτε στον Αββά Ματώη. Και ξαναγυρίζοντας, του είπα: Θέλω να πάω στα Κελλιά. Και μου λέγει: Δώσε τους χαιρετισμούς μου στον Αββά Ιωάννη. Πήγα λοιπόν στον Αββά Ιωάννη. Και του λέγω: Σε χαιρετά ο Αββάς Ματώης.
Και μου λέγει ο γέρων: Να, ο Αββάς Ματώης, αληθώς Ισραηλίτης εν ώ δόλος ουκ έστιν. Και αφού πέρασε ένα έτος, πάλι πήγα στον Αββά Ματώη. Και του ανέφερα τον χαιρετισμό του Αββά Ιωάννη. Και λέγει ο γέρων: Δεν αξίζω βέβαια αυτά όπου είπε ο γέρων.
Πλην, τούτο γνώριζε, ότι, σαν ακούσης γέροντα τον πλησίον του να δοξάζη πάνω από τον εαυτό του, σε μεγάλα μέτρα έφθασε. Γιατί αυτή είναι η τελειότης: Να δοξάζη τινάς τον πλησίον του πάνω από τον εαυτό του».
η’ Έλεγε ο Αββάς Ματώης: «Ήλθε ένας αδελφός σ’ εμένα και μου είπε ότι η καταλαλιά είναι χειρότερη από τη σαρκική αμαρτία. Και είπα: Σκληρός έστιν ο λόγος.
Μου λέγει λοιπόν: Και πώς θέλεις να είναι το ζήτημα; Και εγώ του αποκρίθηκα: Η μεν καταλαλιά αμαρτία είναι, όμως έχει γρήγορη θεραπεία. Γιατί, συχνά, μετανοεί όποιος τη διέπραξε, λέγοντας: ’Άσχημα μίλησα. Ενώ η σαρκική αμαρτία είναι φυσικός θάνατος».
θ’. Πήγε κάποτε ο Αββάς Ματώης από τη Ραϊθώ στα μέρη των Μαγδάλων και ήταν ο αδελφός του μαζί του. Και ο επίσκοπος του τόπου κράτησε τον γέροντα και τον έκαμε πρεσβύτερο. Και αφού γευμάτισαν μαζί, έλεγε ο επίσκοπος: «Συγχώρησέ με, Αββά.
Ξέρω ότι δεν ήθελες να συμβή αυτό. Αλλά τόλμησα να το κάμω, γιατί πήρα ευλογία από σένα». Του είπε δε ο γέρων με ταπείνωση: «Και ο λογισμός μου κάπως το ήθελε. Πλην, αυτό με στενοχωρεί, ότι πρόκειται να χωριστώ από τον αδελφό οπού είχα μαζί μου.
Γιατί δεν αντέχω όλες τις ευχές να τις κάμω μόνος». Και λέγει ο επίσκοπος: Αν ξέρης ότι είναι άξιος, εγώ τον χειροτονώ». Του λέγει ο Αββάς Ματώης: Αν μεν είναι άξιος, δεν γνωρίζω.
Ένα ξέρω, ότι είναι καλύτερός μου». Τον χειροτόνησε λοιπόν και αυτόν. Και κοιμήθηκαν και οι δυό, χωρίς να πλησιάσουν στην αγία τράπεζα για να τελέσουν τη Θεία Λειτουργία.
Έλεγε δε ο γέρων: «Πιστεύω στον Θεό, ότι δεν έχω πολύ κρίμα για τη χειροτονία, οπόταν δεν τελώ τη Θεία Λειτουργία. Γιατί η χειροτονία είναι για όσους δεν έχουν ψεγάδι».
ι΄. Είπε ο Αββάς Ματώης: «Τρεις γέροντες πήγαν στον Αββά Παφνούτιο τον λεγόμενο Κεφαλά, για να τους πη κάτι. Και τους λέγει ο γέρων: Τι θέλετε να σας πω; Πνευματικό η σωματικό; Του λέγουν: Πνευματικό.
Τους λέγει ο γέρων: Πηγαίνετε, αγαπήστε τη θλίψη παρά την ανάπαυση και την ατίμωση παρά τη δόξα και το να δίνετε παρά να παίρνετε».
ια Παρακάλεσε ένας αδελφός τον Αββά Ματώη, λέγοντας: «Πες μου κάτι». Και εκείνος του είπε: «Πήγαινε, παρακάλεσε τον Θεό να δώση πένθος στην καρδιά σου και ταπείνωση.
Και πρόσεχε πάντα τις αμαρτίες σου. Και μη κρίνεις τους άλλους, αλλά να είσαι κάτω από όλους. Και να μη έχης φιλία με πολύ νέο, ούτε συναναστροφή με γυναίκα, ούτε φίλο αιρετικό. Και κόψε την ελευθεροστομία από τον εαυτό σου.
Και έχε εγκράτεια στη γλώσσα σου και στην κοιλιά σου και στο κρασί κάπως. Και αν τινάς μιλήση για οποιοδήποτε πράγμα, μη μαλώσης μαζί του. Αλλά, αν μιλά καλά, πες: Ναι. Και αν κακά, πες: Συ γνωρίζεις πώς μιλάς. Και μη ερίζεις μαζί του για όσα είπε. Και αυτή είναι η ταπείνωση».
ιβ΄ . Παρακάλεσε ένας αδελφός τον Αββά Ματώη: «Πες μου κάτι». Και του αποκρίθηκε: «Κάθε φιλονεικία, για οποιοδήποτε θέμα, κόψε την από τον εαυτό σου. Κλάψε δε και πένθησε, γιατί ο καιρός πλησίασε».
ιγ’. Ένας αδελφός ρώτησε τον Αββά Ματώη, λέγοντας: «Τι να κάμω; Γιατί η γλώσσα μου με θλίβει. Και όταν βρίσκωμαι ανάμεσα στους ανθρώπους, δεν μπορώ να τη συγκρατήσω. Αλλά τους κατακρίνω σε κάθε έργο καλό και τους ελέγχω. Τι λοιπόν να κάμω;».
Και αποκρίθηκε ο γέρων και είπε: Αν δεν μπορής να επιβάλλεσαι στον εαυτό σου, φύγε και μείνε μόνος. Γιατί αρρώστια είναι. Όποιος μένει με αδελφούς, δεν πρέπει να είναι τετράγωνος, αλλά στρογγυλός, ώστε προς όλους να κυλά».
Και είπε ο γέρων: «Δεν μένω μόνος από αρετή, αλλά από αδυναμία. Γιατί δυνατοί είναι όσοι έρχονται σε επαφή με τους ανθρώπους».
Είπε Γέρων,Το Γεροντικόν εκδ. Αστήρ, Αθήνα 1996