Ήταν ένα απλό ζεστό καλοκαιρινό πρωινό. Ο ήλιος λαμπρός, «έστεκε» κιόλας ψηλά, ρίχνοντας τις ακτίνες του και ζεσταίνοντας τα σπίτια, τις αυλές, την πλάση.
Τα ωδικά πουλιά κελαηδούσαν όλο χάρη κι έμοιαζε σαν να δοξολογούσαν το Θεό για το ηλιόλουστο εκείνο πρωινό.
Οι άνθρωποι, βιαστικοί, είχαν ξεχυθεί στους φαρδείς δρόμους της πόλης, για να πάνε στις δουλειές τους, ενώ το δροσερό αεράκι, σαν μια απαλή αύρα, δρόσιζε τα πρόσωπα και ανακούφιζε το σώμα από τη ζέστη. Όλα στη μεγάλη πόλη ήταν απλά, οικεία, καθημερινά. Όλα έμοιαζαν να είναι ίδια, όπως και την προηγούμενη μέρα.
Εκείνο το πρωινό υποσχόταν πως θα ήταν μια υπέροχη ημέρα. Τίποτα δεν προϊδέαζε για το τι θα γινόταν. Κανένα σημάδι δεν υπήρχε που να φανέρωνε πως η ημέρα δε θα κυλούσε μέσα στη σφαίρα της απλής τυπικής καθημερινότητας των ανθρώπων.
Για το σπίτι της κυρίας Βαρβάρας η ημέρα εκείνη ήταν ιδιαίτερη. Έμελλε να γινόταν ξεχωριστή… Η κυρία Βαρβάρα, μητέρα τριών κοριτσιών, ήταν ιδιαίτερα χαρούμενη. Σε ένα μήνα ακριβώς θα πάντρευε τη μια της κόρη. Το κλίμα που επικρατούσε στο σπίτι ήταν γιορτινό.
Η μητέρα με τις δυο της κόρες συζητούσαν για τις χαρές του γάμου. Οι κοπέλες είχαν αποφασίσει να πάνε το επόμενο πρωινό να αγοράσουν τα κατάλληλα ενδύματα για τη μεγάλη μέρα. Γέλια και χαρούμενες φωνές ηχούσαν στο σπίτι… Η δεύτερη κόρη, η Ελπίδα, θα πήγαινε στο Πανεπιστήμιο και το μεσημέρι θα γύριζε στο σπίτι, για να οργανώσουν το πρόγραμμα των αγορών…
Ενώ όλα κυλούσαν αρμονικά, γύρω στο μεσημέρι, ο καιρός άρχισε να αλλάζει όψη. Πυκνά σύννεφα έκρυψαν το πρόσωπο του λαμπρού ήλιου. Οι ζεστές ακτίνες του έπαψαν να αγγίζουν τη γη.
Ο ουρανός άρχισε με ταχύτατους ρυθμούς να σκοτεινιάζει, ενώ δυνατός αέρας άρχισε να φυσάει με μανία. Μέσα σε λίγα λεπτά τίποτα δε θύμιζε το καλοκαιρινό πρωινό.
Η ημέρα έμοιαζε να είναι χειμωνιάτικη. Δεν άργησαν να ακουστούν οι πρώτες ιαχές της βροντής, ενώ ο σκοτεινιασμένος ουρανός φωτιζόταν σποραδικά από κεραυνούς, που άφηναν στο πέρασμά τους τρομερό ήχο και έμοιαζε σαν να σχίζουν τον ουρανό.
Πολύ γρήγορα έπεσαν και οι πρώτες χοντρές στάλες βροχής, που ολοένα και αυξάνονταν σε αριθμό και ταχύτητα. Δεν μπορούσες πια να διακρίνεις τίποτα. «Θεέ μου, τι είναι αυτό που γίνεται» πρόφεραν κάποια χείλη, ενώ ο αέρας, φθάνοντας τα 11 μποφόρ, ούρλιαζε και ξεσπούσε με ορμή, σαν να ήθελε να γκρεμίσει τα πάντα στο πέρασμά του…
Οι περαστικοί άρχισαν να τρέχουν να προλάβουν να πάνε σπίτια τους, στις οικογένειές τους, να νιώσουν ασφαλείς…
«Μητέρα, να κλείσω το παράθυρο;», ακούστηκε η λεπτή φωνή της μικρότερης κόρης της κυρίας Βαρβάρας, που μπρος σ’ αυτόν το χαλασμό, φοβήθηκε. Η απόκριση της μάνας καθησυχαστική, απλή, αλλά και μεγαλειώδης μαζί: «Παιδί μου», της είπε με απόλυτη πίστη και ηρεμία, «ο Θεός δεν πειράζει κανέναν, δεν κάνει κακό σε κανένα».
Ύστερα γύρισε τα μάτια της προς τον ουρανό και έστειλε στον Ύψιστο σύντομα λόγια προσευχής και ικεσίας, λόγια σωτήρια: « Θεέ μου, φύλαξε όλου του κόσμου τα παιδιά και τα δικά μου» και έκλεισε τη σύντομη, μα θερμή προσευχή της με το σημείο του σταυρού.
Εκείνη την ώρα η κυρία Βαρβάρα οπλίστηκε έναντι της τρομερής καταιγίδας, με δύο πανίσχυρα όπλα, την προσευχή και τον τίμιο σταυρό…
Η ώρα περνούσε και η Ελπίδα δεν είχε γυρίσει ακόμα. Μα να, τη σιωπή του δωματίου έσπασε το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Η μάνα σηκώνει το τηλέφωνο, μα σε λίγο φαίνεται να τρέμουν τα χέρια της, το πρόσωπό της αλλάζει όψη.
Τα χείλη προφέρουν μια φράση πονεμένη: «Πού την έχουν;». Το τηλέφωνο κλείνει και η κυρία Βαρβάρα βιάζεται να φύγει. Το δύσκολο καθήκον της μάνας την καλεί, μπαίνει πάνω και μπροστά από όλα τα συναισθήματα…
Στο τηλέφωνο ήταν ένας αξιωματικός της αστυνομίας, που της ανακοίνωσε το τρομερό συμβάν: Η κόρη της, Ελπίδα, μόλις 25 ετών, βρισκόταν σοβαρά τραυματισμένη στο νοσοκομείο.
Καθώς γύριζε στο σπίτι της, περνώντας κάτω από μια τετραώροφη πολυκατοικία, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, βρέθηκε να είναι καταπλακωμένη από τσίγκους, που έπεσαν από τον τελευταίο όροφο της πολυκατοικίας, από 20 μέτρα ύψος.
Ο δυνατός αέρας σήκωσε την τσίγκινη σκεπή και την έριξε με απίστευτη δύναμη και ορμή πάνω στην κοπέλα. Όσοι είδαν το συμβάν πάγωσαν. «Θεέ μου, το κορίτσι!!», ψέλλισαν τα χείλη και ζητούσαν να γίνει το θαύμα, να γίνει πραγματικότητα το ανθρωπίνως αδύνατο, να ζει η κοπέλα. Όμως, γίνεται να επιζήσει άνθρωπος μετά από τέτοιο χτύπημα;
Το ασθενοφόρο ήρθε πολύ γρήγορα και μετέφεραν το σοβαρά τραυματισμένο κορίτσι στο νοσοκομείο. Όταν η μάνα έφτασε εκεί, την είχαν στο χειρουργείο. Συγγενείς, φίλοι μα και άγνωστοι, που είχαν δει το συμβάν, έσπευσαν να δώσουν κουράγιο στην τραγική μητέρα, να πουν ένα λόγο παρηγοριάς, να ενισχύσουν τις ελπίδες και την πίστη της.
Επιτέλους, το χειρουργείο τελείωσε. Ο γιατρός πλησίασε τη μητέρα και της είπε: «Κυρία μου, η κόρη σας ήταν πολύ τυχερή, διότι μεταφέρθηκε γρήγορα στο νοσοκομείο και χειρουργήθηκε αμέσως, αφού εκείνη την ώρα το χειρουργείο ήταν ελεύθερο. Μην ανησυχείτε!».
Λέγοντας αυτά ο γιατρός, απομακρύνθηκε, ενώ η μάνα έστεκε ακόμα εκεί. Σίγουρα η ψυχή της εκείνη την ώρα θα δόξαζε τον Θεό.
Ο γιατρός και το προσωπικό της είχαν μιλήσει για «τύχη». Όμως εκείνη σίγουρα γνώριζε πως αυτό που αυτοί αποκαλούσαν «τύχη», ήταν η Θεία Πρόνοια. Η προσευχή και ο σταυρός που έκανε, προστάτευσε το παιδί της κι έτσι έγινε το θαύμα, που τα χείλη παρακαλούσαν, αλλά το ανθρώπινο μυαλό απέκλειε…
Σ. Νεκταρία