Κάποτε ο όσιος [όσιος Μάρκος ο Σπηλαιώτης, της Λαύρας των Σπηλαίων του Κιέβου] έσκαψε ένα τάφο για κάποιο κεκοιμημένο αδελφό. Εξαντλημένος όμως καθώς ήταν από νυχτερινή αγρυπνία και ορθοστασία, δεν μπόρεσε να τον κάνη αρκετά ευρύχωρο.
Όταν έφεραν το σώμα του νεκρού και δοκίμασαν να το τοποθετήσουν στον τάφο, διαπίστωσαν ότι μόλις και μετά βίας χωρούσε μέσα. Άρχισαν τότε οι αδελφοί να παραπονούνται και να βαρυγγωμούν κατά το οσίου Μάρκου.
– Αδελφέ, του έλεγαν, τι μνήμα είν’ αυτό που έσκαψες; Ούτε νεκρό μπορούμε μπορούμε να θάψουμε καλά ούτε να τον περιχύσουμε με λάδι, όπως συνηθίζεται. Γιατί το ‘κανες τόσο στενό;
Ο όσιος έβαλε ταπεινά μετάνοια.
– Συγχωρέστε με, πατέρες, είπε, γιατί από σωματική αδυναμία δεν έκανα σωστά την εργασία.
Εκείνοι όμως δεν ησύχασαν, αλλά πολλαπλασίασαν τα παράπονα και τις διαμαρτυρίες.
Τότε ο όσιος στράφηκε στο νεκρό.
– Επειδή είναι στενός ο χώρος του τάφου σου, αδελφέ, του είπε με απλότητα, βολέψου μόνος σου μέσα. Να, πάρε και το λάδι και χύσε και στο σώμα σου όσο πρέπει.
Από το βιβλίο “Πατερικόν των Σπηλαίων του Κιέβου” των εκδόσεων της Ιεράς Μονής Παρακλητου. Μετάφραση από τη ρωσική γλώσσα Αρχιμ. Τιμοθέου.