Όταν ο Βασίλειος (μετέπειτα Άγιος Σεραφείμ της Βιριτσα) γύρισε από το εξωτερικό που ήταν για κάποιες εμπορικές υποθέσεις, στο σιδηροδρομικό σταθμό της Πετρούπολης τον περίμενε η δική του άμαξα για να τον πάει στο σπίτι.

Ενώ προχωρούσαν στους δρόμους της πόλης, σε έναν από αυτούς είδε ο Βασίλειος ένα φτωχό αγρότη με ρούχο σχισμένο να κάθεται κάτω στο πεζοδρόμιο και να φωνάζει συνεχώς..

Όχι αυτό που θέλεις εσύ, αλλά ότι θέλει ο Θεός..

Ο Βασίλειος αισθάνθηκε την ανάγκη να μιλήσει με τον αγρότη. Σταμάτησε την άμαξα και ζήτησε από τον αγρότη να ανέβει.

Στην ερώτηση του, τι του συνέβη, ο αγρότης του διηγήθηκε την εξής ιστορία: Ότι άφησε στο χωριό τη γυναίκα του με τα επτά παιδάκια και τον πατέρα του, που όλοι τους ήταν άρρωστοι, ( είχανε τύφο) .

Οι γείτονές τους φοβούμενοι μην κολλήσουν, δεν έμπαιναν μέσα στο σπίτι για να τους βοηθήσουν.

Μία μέρα ο πατέρας του, του είπε: από όλους μας μόνο εσύ δεν είσαι άρρωστος. Πάρε λοιπόν το άλογο που έχουμε και πήγαινε στην πόλη για να το πουλήσεις. Με τα λεφτά που θα πάρεις, αγόρασε μία αγελάδα και ίσως έτσι να ζήσουμε.

Έκανε λοιπόν έτσι ο φτωχός αγρότης αλλά τα λεφτά, του τα έκλεψαν, οπότε έτσι απελπισμένος έπεσε στο πεζοδρόμιο και ξέσπασε σε κλάματα. Αποφάσισε να πεθάνει εκεί που ήταν.

Πώς θα μπορούσε να επιστρέψει στο σπίτι με άδεια χέρια; Έτσι πεσμένος στο πεζοδρόμιο περίμενε να έρθει ο θάνατος και φώναζε στον εαυτό του:

Όχι αυτό που θέλεις εσύ, άλλα ότι θέλει ο Θεός.

Ο Βασίλειος όταν άκουσε την ιστορία πήγε μαζί με τον αγρότη στην αγορά και πήρε δύο άλογα ένα κάρο και μία αγελάδα, το κάρο το γέμισε μέχρι πάνω με διάφορα τρόφιμα και από πίσω έδεσε την αγελάδα και τα παρέδωσε στον αγρότη.

Ο αγρότης αντιστάθηκε αλλά ο Βασίλειος του είπε: Όχι αυτό που θέλεις εσύ, αλλά ότι θέλει ο Θεός.

Όταν ο Βασίλειος έφτασε στο σπίτι του, κάλεσε τον κουρέα, εκείνος ήρθε και του είπε να καθίσει για να τον κουρέψει. Αλλά ο Βασίλειος αναστατωμένος περπατούσε στο δωμάτιο μονολογώντας και λέγοντας συνέχεια:

Όχι αυτό που θέλεις εσύ, αλλά ότι θέλει ο Θεός..

Ο κουρέας τον παρακάλεσε ξανά να καθίσει αλλά ο Βασίλειος δεν τον άκουγε και έλεγε ξανά και ξανά..

Όχι αυτό που θέλεις εσύ, αλλά ότι θέλει ο Θεός..

Ξαφνικά ο κουρέας έπεσε μπροστά του στα γόνατά και του είπε: πώς το έμαθες αφεντικό; Στη συνέχεια του εξομολογήθηκε ότι είχε στο νου του ( όταν θα καθόταν στην καρέκλα, ) να τον σκοτώσει και να ληστέψει το σπίτι του.

Ο Βασίλειος τον συγχώρεσε και τον άφησε να φύγει, του είπε όμως ότι δεν θέλει να τον ξαναδεί…

Με πόσο θαυμαστό τρόπο ο Θεός έδειξε την πρόνοια του για τον πιστό δούλο του…

Σώζοντας μία ζωή σώζεις τη ζωή σου…

Έτσι και ο Άγιος Σιλουανός έλεγε…ο αδελφός μου είναι η ζωή μου…

Δεν σωζόμαστε μόνοι μας, αλλά μέσα από τους άλλους…με την έμπρακτη αγάπη…

Ποτέ δεν γνωρίζουμε το γιατί ένας άνθρωπος βρίσκεται στο δρόμο μας… πολλές τραγωδίες θα αποφεύγονταν, αν προτεραιότητα στις σχέσεις μας αντί του φόβου είχε η αγάπη.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ