– Καλά παιδί μου, δεν είσαι υποχρεωμένος να το φας, απάντησε ο πατέρας μου.
Σέρβιρε η μάνα μου το φαγητό σε όλους, εκτός από εμένα.
– Εγώ δεν θα φάω τίποτα;
– Αφού δεν σε αρέσει το φαγητό, ασφαλώς δεν θα φας τίποτα… Αν θέλεις, μπορείς και να σηκωθείς από το τραπέζι.
– Μα δεν με αρέσει, επανέλαβα και πάλι.
Σε αυτό το σημείο και ο πατέρας και η μητέρα μου, απέφυγαν κάθε συζήτηση.
Τέλειωσαν το γεύμα, έκαναν την προσευχή τους και σηκώθηκαν από το τραπέζι. Εγώ θυμωμένος κατευθύνθηκα στη κουζίνα. Ζήτησα κασέρι, ζήτησα σαλάμι…
– Λυπούμαι πολύ Δημήτρη, αλλά εδώ δεν έχω κανένα εστιατόριο, μου είπε η μητέρα μου. Σερβίρω μόνο τις ώρες των γευμάτων.
Έτσι έμεινα νηστικός. Οι γονείς μου έμειναν σταθεροί, αρκετές ακόμα φορές, με αποτέλεσμα να μένω νηστικός. Έτσι σύντομα ακολούθησα την οικογένεια τρώγοντας, ό,τι υπήρχε για όλους.
Τους ευχαριστώ πάρα πολύ και τους ευγνωμονώ, γι’ αυτή τη διδασκαλία που μου έκαναν.
Δημήτριος Παναγόπουλος