«Το 1968 είχε προαισθανθή πια τον θάνατο του, γιατί συνέχεια ανέφερε για τον θάνατο. Τον είχαν εγκαταλείψει και οι λίγες σωματικές του δυνάμεις. Μετά της Παναγίας(τον Δεκαπενταύγουστο) είχε πέσει στο κρεβάτι και έπινε μόνο νερό, γιατί καιγόταν εσωτερικά.
Παρόλο πού βρισκόταν σ΄ αυτή την κατάσταση, πάλι δεν ήθελε να μένη άνθρωπος κοντά του, για να μη τον περισπά στην αδιάλειπτη προσευχή του.
Όταν είχε πλησιάσει η τελευταία εβδομάδα της ζωής του επί της γης, τότε μου είπε να καθήσω κοντά του, γιατί θα αποχωριζόμασταν πια, αφού θα έφευγε εκείνος για την αληθινή ζωή.
Ακόμη και αυτές τις δέκα ήμερες δεν με άφηνε να μένω συνέχεια κοντά του, αλλά μου έλεγε να πηγαίνω στο διπλανό κελλάκι, για να προσεύχωμαι κι εγώ μετά από την μικρή βοήθεια πού του πρόσφερα.
Φυσικά, δεν είχα τα απαιτούμενα για να τον ανακουφίσω όσο έπρεπε, αλλά, επειδή δεν είχε ανακουφισθή ποτέ το ταλαιπωρημένο του σώμα, και ή ελάχιστη βοήθεια του φαινόταν πολύ μεγάλη.
Μια μέρα, είχα οικονομήσει δύο λεμόνια και του έκανα μια λεμονάδα. Μόλις ήπιε λίγο δροσίστηκε και με κοιτούσε παράξενα.
-Πά-πά-πά, παιδί μου! αυτό το νερό είναι πολύ καλό! Που το βρήκες; Ό Χριστός να σου δώση σαράντα χρυσά στεφάνια.
Φαίνεται δεν είχε πιή ποτέ λεμονάδα ή είχε πιή, όταν ήταν πολύ μικρός, και είχε ξεχάσει την γεύση της.
Επειδή ήταν ακίνητος πια στο κρεβάτι, γιατί είχε παραδώσει σ’ αυτό τις λίγες του σωματικές δυνάμεις και δεν μπορούσε να σηκωθή να πάη στο Ναό του Τιμίου Σταυρού, όπου λειτουργούσε με ευλάβεια χρόνια ολόκληρα, μου ζήτησε να του φέρω τον Σταυρό από την Αγία Τράπεζα για παρηγοριά.
Όταν είδε τον Σταυρό, γυάλισαν τα μάτια του και, αφού τον ασπάσθηκε με ευλάβεια, τον κρατούσε σφιχτά στο χέρι του με όλη την δύναμη πού του είχε απομείνει.
Είχα δέσει και ένα κλωνάρι βασιλικό στον Σταυρό και του έλεγα:
-Μυρίζει καλά, Γέροντα; Εκείνος μου απαντούσε:
– Ό Παράδεισος, παιδί μου, μυρίζει πολύ καλύτερα.
Μια μέρα από εκείνες τις τελευταίες του, είχα βγει έξω, για να του φέρω λίγο νερό. Όταν άνοιξα μετά και μπήκα στο κελλί του, με κοιτούσε παράξενα και μου λέγει:
– Εσύ, ο Άγιος Σέργιος είσαι;
– Όχι, Γέροντα, είμαι ο Παΐσιος.
-Τώρα, παιδί μου, ήταν εδώ ή Παναγία, ο Άγιος Σέργιος και ο Άγιος Σεραφείμ.
Που πήγαν; Κατάλαβα ότι κάτι γίνεται και τον ρώτησα:
– Τι σου είπε ή Παναγία;
-Θα πέραση η Πανήγυρη και μετά θα με πάρη.
Ήταν απόγευμα, παραμονή του Γενεθλίου της Θεοτόκου, 7 Σεπτεμβρίου του 1968 και μετά από τρεις ήμερες, στις 10 Σεπτεμβρίου, αναπαύθηκε εν Κυρίω.
Την προτελευταία ήμερα μου είχε πει ο Γέροντας:
– Αύριο θα πεθάνω και θέλω να μη κοιμηθής, για να σε ευλογήσω.
Εγώ τον λυπόμουνα εκείνο το βράδυ, πού κουραζόταν, γιατί συνέχεια τρεις ώρες είχε τα χέρια του επάνω στο κεφάλι μου, με ευλογούσε και με ασπαζόταν για τελευταία φορά.
Για να έκφραση και την ευγνωμοσύνη του για το λίγο νερό πού του είχα δώσει στα τελευταία του, μου έλεγε:
– Γλυκό μου Παΐσιο, εμείς, παιδί μου, θα έχουμε αγάπη εις αιώνας αιώνων, η αγάπη είναι ακριβή η δική μας. Εσύ θα κάνης ευχή από εδώ, και εγώ θα κάνω από τον Ουρανό.
Πιστεύω ότι θα με ελεήση ο Θεός, γιατί εξήντα χρόνια, παιδί μου, Καλόγηρος, συνέχεια έλεγα Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
Έλεγε επίσης:
– Εγώ θα λειτουργώ πια στον Παράδεισο. Εσύ να κάνης ευχή από εδώ, και εγώ θα έρχωμαι κάθε χρόνο να σε βλέπω. Εάν εσύ θα καθήσης στό Κελλί αυτό, εγώ θα έχω χαρά, αλλά όπως ο Θεός θέλει, παιδί μου.
Σου έχω και κουμπάνια, για τρία χρόνια κονσέρβες, και μου έδειχνε, δίπλα, έξι μικρά κουτιά σαρδέλες και αλλά τέσσερα κουτιά καλαμάρια, πού τα είχε φέρει κάποιος από καιρό, και έμειναν στην ίδια θέση, όπου τα είχε αφήσει ο επισκέπτης τότε.
(Για μένα αυτές οι κονσέρβες δεν έφθαναν ούτε για μια εβδομάδα).
Ξανά επανελάμβανε ο Γέροντας:
– Εμείς, παιδί μου, θα έχουμε ακριβή αγάπη εις αιώνας αιώνων, και θα έρχωμαι κάθε χρόνο να σε βλέπω, και τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα συνέχεια.
Είναι αλήθεια ότι εκείνες οι δέκα τελευταίες ήμερες πού παρέμεινα κοντά του, ήταν η μεγαλύτερη ευλογία του Θεού για μένα, γιατί βοηθήθηκα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, Αφού μου δόθηκε η ευκαιρία να τον ζήσω λίγο από κοντά και να τον γνωρίσω καλύτερα.
Αυτό πού μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν το πόσο στα ζεστα είχε πάρει το θέμα της σωτηρίας της ψυχής!
Δίπλα από το κρεβάτι του είχε έτοιμες επιστολές, για να τις ταχυδρομήσω, μόλις πεθάνη, σε γνωστούς του Επισκόπους, για να τον μνημονεύουν.
Επίσης μου έδωσε εντολή να φέρω Επίσκοπο να τον διάβαση στον τάφο και να τον αφήσω εκεί – να μη του κάνω την εκταφή – μέχρι την Δευτέρα Παρουσία του Χρίστου.
Είχα ειδοποιήσει εν τω μεταξύ στο Μοναστήρι ότι είναι πια στα τελευταία του ο Παπα – Τυχών, και ήρθε ο Πατήρ Βασίλειος, για να τον ετοιμάσουμε.
Έβλεπες πια σιγά – σιγά να σβήνη ο Γέροντας, σαν το κανδήλι, πού τελειώνει το λάδι από την κούπα και μένει λίγο στο φυτίλι, και κάνει τις τελευταίες του αναλαμπές.
Έτσι μας έφυγε η αγιασμένη του ψυχή και μας άφησε το σώμα του και ένα μεγάλο κενό.
Τον ετοιμάσαμε οι δυο μας και ειδοποιήσαμε το πρωΐ και τους άλλους Πατέρες, και του διάβασαν την νεκρώσιμη ακολουθία οι γνωστοί του Ιερείς με ευλάβεια.
Μας άφησε πόνο, φυσικά, στις ψυχές μας με τον αποχωρισμό του, γιατί ή παρουσία του έπαιρνε πόνο και σκορπούσε παρηγοριά. Τώρα πια ο Γέροντας θα μας επισκέπτεται εκείνος από τον Ουρανό και θα μας βοηθάη περισσότερο.
Άλλωστε, το είχε ύποσχεθη ο ίδιος: «Εγώ θα έρχωμαι κάθε χρόνο να σε βλέπω».
Πέρασαν τρία χρόνια ολόκληρα, χωρίς να μου παρουσιασθή, και αυτό με έβαλε σε λογισμούς: «μήπως έσφαλα σε κάτι;» Μετά από τρία χρόνια μου έκανε την πρώτη του επίσκεψη.
Εάν εννοούσε ο Γέροντας ότι το «…κάθε χρόνο» θα άρχιζε μετά από τα τρία χρόνια, αυτό με παρηγορεί, γιατί έτσι δεν ήμουν εγώ αίτια σ’ αυτό το θέμα.
Ή πρώτη λοιπόν φορά ήταν στις 10 Σεπτεμβρίου 1971, βράδυ, μετά το μεσονύκτιο. Ενώ έλεγα την ευχή, βλέπω ξαφνικά τον Γέροντα να μπαίνη στο κελλί!
Πετάχτηκα και του έπιασα τα πόδια και τα φιλούσα με ευλάβεια. Δεν κατάλαβα όμως πώς ξεγαντζώθηκε από τα χέρια μου και, καθώς έφευγε, τον είδα να μπαίνη στο Ναό, και εξαφανίστηκε.
Φυσικά, τα χάνει κανείς εκείνη την ώρα, όταν συμβαίνουν τέτοια γεγονότα. Ούτε και μπορεί να τα εξήγηση αυτά με την λογική, γι’ αυτό και λέγονται θαύματα.
Άναψα αμέσως το κερί, γιατί μόνο το κανδήλι είχα αναμμένο, όταν συνέβη αυτό, για να σημειώσω στο ημερολόγιο την ήμερα αυτή πού μου είχε παρουσιασθή ό Γέροντας, για να το θυμάμαι.
“Όταν είδα ότι ήταν ή ήμερα πού είχε κοιμηθή ό Γέροντας (10η Σεπτεμβρίου), πολύ λυπήθηκα και ελέγχθηκα, πού μου πέρασε τελείως απαρατήρητη εκείνη η ήμερα.
Πιστεύω να με συγχώρησε ο καλός Πατέρας, γιατί εκείνη την ήμερα, από το φώτισμα το ηλιοβασίλεμα, είχα επισκέπτες στο Καλύβι και είχα κουραστή και ζαλιστή και ξεχάστηκα τελείως.
Αλλιώς, κάτι θα έκανα για να βοηθηθώ ο ίδιος και να δώσω λίγη χαρά στον Γέροντα με ολονύκτια προσευχή.
Δεν ξέρω εάν είχε παρουσιασθη σε άλλον, πριν από την πρώτη αυτή επίσκεψη πού μου έκανε. Στο Κελλί μου πάντως είχε παρουσιασθή και σ’ έναν άγνωστο Μοναχό (πρώην Καρακαλληνό), στον Πατέρα Ανδρέα, ως έξης:
Είχε έρθει στο Κελλί μου, για να τον εξυπηρετήσω σε κάτι πού ήθελε. Φυσικά, ούτε με γνώριζε ούτε και εγώ τον γνώριζα. Περίμενε λοιπόν έξω από το Κελλί μου, κάτω από την ελιά, γιατί νόμιζε ότι απουσιάζω.
Εγώ ήμουν μέσα στο εργαστήρι και δεν ακουγόμουνα, γιατί βερνίκωνα εικονάκια. Όταν τελείωσα, έψαλα το Άγιος ο Θεός και! βγήκα έξω.
Μόλις με είδε ο Πατήρ Ανδρέας, ξαφνιάστηκε και μου διηγήθηκε με θαυμασμό το έξης γεγονός:
«Ενώ περίμενα κάτω από την ελιά, είχαν κλείσει τα μάτια μου, αλλά τις αισθήσεις μου τις είχα. Βλέπω, λοιπόν, έναν Γέροντα να βγαίνη από εκείνα τα δενδρολίβανα και να μου λέη:
Ποιόν περιμένεις;
Και εγώ του απήντησα:
-Τον Πατέρα Παΐσιο.
Ό Γέροντας μου είπε:
– Εδώ είναι, και έδειχνε με το δάκτυλο προς το κελλί. Έκείνη την στιγμή πού έδειχνε, άκουσα να ψέλνης το Άγιος ο Θεός και βγήκες έξω.
Αυτός, Πάτερ Παΐσιε, θα είναι κανένας Άγιος, γιατί τους καταλαβαίνω. Έχω ιδεί και άλλες φορές τέτοια!»
Τότε του διηγήθηκα μερικά για τον Γέροντα και του είπα ότι εκεί στα δενδρολίβανα είναι ο τάφος του.
Είχα φυτέψει γύρω – γύρω δενδρολίβανα, τα όποια είχαν μεγαλώσει, και δεν διακρινόταν ο τάφος, για να μη πατιέται το Λείψανο του, μια πού μου έδωσε εντολή να μη του κάνω εκταφή.
Νομίζω ότι από τα λίγα αυτά πού ανέφερα και από τα λίγα πού έγραψα γύρω από την ζωή του σεβαστού Γέροντος, πολλά θα καταλάβουν όσοι έχουν εσωτερικά βιώματα.
Φυσικά, όσοι ζούνε ταπεινά και στην αφάνεια μπορούν να καταλάβουν πόσο αδικούνται οι Άγιοι, με το να βλέπουμε μόνο τις εξωτερικές αρετές των Αγίων – όσες δεν κρύβονται – και αυτές μόνο να γράφουμε, ενώ ο πνευματικός πλούτος των Αγίων μας είναι σχεδόν άγνωστος.
Αυτά τα λίγα, συνήθως, πού έχουμε από τους Αγίους ή τους ξέφυγαν, διότι δεν μπόρεσαν να τα κρύψουν, ή τους ανάγκαζε η μεγάλη τους αγάπη να κάνουν αυτή την πνευματική ελεημοσύνη.
Φυσικά, μόνο ο Θεός γνωρίζει τα πνευματικά μέτρα των Αγίων. Ούτε και οι ίδιοι οι Άγιοι τα γνώριζαν, διότι οι Άγιοι μόνο τις αμαρτίες τους μετρούσαν και όχι τα πνευματικά τους μέτρα.
Έχοντας λοιπόν ύπ’ όψιν μου το άγιο αυτό τυπικό των Αγίων, πού δεν αναπαύονται στους ανθρώπινους επαίνους, προσπάθησα να περιοριστώ στα απαραίτητα γεγονότα.
Πιστεύω ότι είναι ευχαριστημένος και ο Παπα – Τυχών και δεν θα παραπονεθή, όπως παραπονέθηκε σ’ αυτόν ο φίλος του Γερο – Σιλουανός, όταν είχε γράψει για πρώτη φορά τον Βίο του ο Πατήρ Σωφρόνιος.
Είχε παρουσιασθή τότε ο Γερο – Σιλουανός στον Παπα – Τύχωνα και του είπε:
-Αυτός ο ευλογημένος Πατήρ Σωφρόνιος πολλά εγκώμια μου έγραψε, δεν το ήθελα.
Γι’ αυτό φυσικά είναι και Άγιοι. Επειδή απέφευγαν την ανθρώπινη δόξα, τους δόξασε ο Θεός.
Οι ευχές του Παπα – Τύχωνα και όλων των γνωστών και αγνώστων Αγίων να μας βοηθάνε στα δύσκολα χρόνια πού περνάμε. Αμήν.»
Πηγή : http://misha.pblogs.gr