Μια πνευματική ερμηνεία της ιστο­ρίας του Ζακχαίου

ΟΠΩΣ ο Ζακχαίος, έχεις και συ ανεβεί σ’ ένα δέντρο, για να μπορέσεις να δεις τον Κύριο (Λουκά ιθ’ 1 εξ.). Δεν το έκανες αυτό με μόνες τις δυνάμεις της σκέψης σου, αλλά με ένα τρόπο μυστικό.

Είσαι άνθρωπος και έχεις σώμα. Γι’ αυτό σαν τον Ζακχαίο χρησιμοποιείς τη δύνα­μη των μελών σου και των γήινων πραγμάτων, για να ανυψώνεσαι πιο ψηλά από τη γη.

Και αν το έχεις κάνει αυτό με συναίσθηση και με ήρεμη προσπάθεια με την αντίστοιχη συνείδηση της παχύτητας και του περιορισμού του σώματος σου, χωρίς όμως φόβο και χαλαρό­τητα, τότε πέτυχες να ανυψώσεις τον εαυτό σου όσο γίνεται πιο πολύ.

Και η ανύψωση αυτή δεν είναι τίποτε άλλο, παρά υπερνίκηση των γήινων ενστίκτων σου και σου δίνει τη δυνατότητα να δεις τη λάμψη του θείου φωτός πού αναζητούσες.

Παρατηρείς τώρα, ότι αρχίζεις να νιώθεις διαφορετικότερα συναισθήματα. Δε σε τραβούν πια τόσο πολύ, όπως πριν, οι κοσμικές συναναστροφές. Και το βλέμμα σου, πέφτοντας στο εσωτερικό σου, σου αποκαλύπτει τον πραγματικό άνθρωπο πού κρύβεις στα βάθη σου.

Ίσως νομίζεις πως η καρδιά σου ως τώρα έμοιαζε μάλλον με όστρακο κολλημένο σε κάποιο καράβι πού τινάζεται εδώ κι εκεί χωρίς σκοπό και χωρίς κυβερνήτη.

Τώρα όμως η πορεία του καραβιού απόκτησε σκοπό και νόημα. Τώρα είναι τόσο όμορφα τα πράγματα. Όμως είσαι πάντα ένα όστρακο κολλημένο σ’ ένα καράβι πού πλέει στην απέραντη θάλασσα. Κι αν βαδίζεις σωστά, βλέπεις τότε με καθαρό βλέμμα σε πόσο μικρό και αδύνατο καράβι είσαι.

ΑΡΚΕΙ να δείξουμε την καλή μας διάθεση και ο Κύριος είναι έτοιμος να έρθει κοντά μας, λέει ο αρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας Θεοφύλακτος. Ο Κύριος προτρέπει το Ζακχαίο:«Σπεύσας κατάβηθι», δηλαδή ταπεινώσου· «σήμε­ρον γαρ εν τω οίκω σου δει με μείνε» (Λουκά ιθ’ 5).

Στη λέξη οίκος πρέπει να δοθεί το νόημα, καρδιά. Βέβαια, λέει ο Κύριος, ανέβηκες ψηλά στο δέντρο και υπερνίκησες μερικές από τις γήινες επιθυμίες σου, γιατί ήθελες να με δεις, δηλαδή, ήθελες να μπορείς να με βλέπεις όταν εγώ ερχόμουν στην καρδιά σου, άλλα βιάσου τώρα να κατεβείς για να ταπεινωθείς, γιατί δεν πρέπει να στέκεσαι τόσο ψηλά και να νομίζεις, πώς είσαι καλύτερος από τους άλλους.

Και, όπως γνωρίζεις, εγώ κατοικώ στις ταπεινές καρδιές. «Και σπεύσας κατέβη και υπεδέξατο αυτόν χαίρων» (στ. 6).

Ο Ζακχαίος, ο αρχιτελώνης εκείνος, υποδέχθηκε τον Κύριο. Και το πρώτο που έκανε, ήταν να προσφέρει τα υπάρχοντα του. Γιατί τη μισή του περιουσία την έδωσε στους φτωχούς και με άλλη μισή επανόρθωσε τις αδικίες που διέπραξε. «Και αυτός υιός Αβραάμ» ήταν (στ. 9).

Άκουσε τη φωνή του Κυρίου και «εξήλθεν εκ της γης αυτού και εκ του οίκου του πατρός αυτού» (Γεν. ιβ’ 1) δηλαδή από την περιοχή του εγωισμού του και το βασίλειο των παθών του.

Ο Ζακχαίος γνώριζε, ότι η καρδιά, που υποδεχόταν τον Κύριο, έπρεπε να αδειάσει από οτιδήποτε άλλο. Έπρεπε να θυσιάσει όλα τα αθέμιτα πλούτη πού είχε αποκτήσει: «την επιθυμίαν της σαρκός και την επιθυμίαν των οφθαλμών και την αλαζονείαν του βίου» (Α’ Ίωάν. β’ 16).

Κατάλαβε, πως όποιος είναι πλούσιος εδώ σ’ αυτόν τον κόσμο, είναι φτωχός στον άλλο.

Γιατί το να είναι κανείς πλούσιος σε υλικά αγαθά, είναι σαν να είναι φτωχός σε πνευματικά αγαθά, εξηγεί ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Γιατί αν δεν ήταν τόσο φτωχός πνευματικά ο πλούσιος, δε θα ήταν ποτέ τόσο πλούσιος υλικά.

ΟΠΩΣ είναι αδύνατο να συνδυάσει κανείς την υγεία και την αρρώστια, το ίδιο είναι αδύνατο να συμφιλιώσει κανείς την αγάπη με τον πλούτο, παρατηρεί ο Ισαάκ ο Σύρος, γιατί όποιος αγαπάει το συνάνθρωπο του, δίνει ότι έχει για τις ανάγκες του.

Αυτή είναι ή φύση της αγάπης. Και χωρίς αγάπη είναι αδύνατο να μπει κανείς στη βασιλεία του Θεού. Αυτό λοιπόν είδε και κατάλαβε ο Ζακχαίος.
ΌΣΟ λιγότερα έχεις τόσο πιο απλός γίνεται ο τρόπος της ζωής σου.

Όταν πετάξεις από πάνω σου ό,τι περιττό έχεις, συγκεντρώνεται η καρδιά σου στον πυρήνα της.

Εκεί είναι και ο δρόμος που οδηγεί στη βασιλεία του Θεού.

ΜΕ τον τρόπο αυτό γίνεται και η προσευχή πιο απλή. Και η προσευχή οδηγεί τον άνθρωπο σε μια αυτοσυγκέντρωση γύρω από τον πυρήνα της καρδιάς του.

Εκεί στα βάθη της καρδιάς μονάχα ανακαλύπτει ότι είναι το πιο αναγκαίο: την προσευχή της εκζήτησης του θείου ελέους.

ΓΙΑΤΙ τι άλλο μπορεί να επιθυμεί πιο πολύ ένας αμαρτωλός και μάλιστα ο πρώτος ανάμεσα στους αμαρτωλούς (Α’ Τιμ. α’ 15) παρά να τον ελεήσει ό Κύριος;

Έχει μήπως να δώσει τίποτε;

Έχει δική του δύναμη, δική του θέληση;

Μπορεί να αναλάβει μόνος του κάτι σπουδαίο; Ξέρει τίποτε το βαθύ και το σοφό;

Καταλαβαίνει ή παρατηρεί κάτι που θα μπορούσε να το ονομάσει δικό του, αυτός που τίποτε δεν κατέχει;

ΔΕΝ κατέχει τίποτε, γιατί η αμαρτία είναι μηδέν, το μη ον. Η αμαρτία είναι το κενό, το σκοτάδι, η άρνηση. Σ’ αυτό αναπαύεται ο αμαρτωλός, στο τίποτε.

ΤΕΤΟΙΟ βλέπει τον εαυτό του ο αληθινά πιστός. Και όσα λιγότερα έχει τόσο πιο πλούσιος είναι.

Γιατί το κενό, που υπάρχει μέσα του, δε γεμίζει με αγαθά που είναι προσωρινά και φθαρτά, αλλά από την πληρότητα της αιώνιας ζωής, από το δικό της φως και τη δική της κατάφαση, δηλαδή από το ναι της αγάπης και της καλοσύνης. Φιλοξενούμενος μόνο αυτής καρδιάς, μπορεί να είναι ο Κύριος.

ΠΩΣ όμως μπορεί αυτός ο αμαρτωλός να επωφελη­θεί από τον ερχομό και την ενοίκηση αυτή του Κυρίου; Πώς μπορεί να σκεφτεί έστω και για λίγο, ότι θα επιβλέψει ο Κύριος σ’ αυτόν και στο σκοτάδι της καρδιάς του;

Πώς αλλιώς παρά μόνον, αν επιδιώξει να καθαρίσει τον εαυτό του- αν αγωνιστεί και δουλέψει· αν ακολουθεί τα παραγγέλματα του Ευαγγελίου· αν αγρυπνεί και νηστεύει· αν κοπιάζει και μοχθεί για να απαρνηθεί τον εαυτό του για χάρη του Κυρίου, ενώ βλέπει τον εαυτό του να πέφτει τόσο συχνά στην αποθάρρυνση, την ανυπομονησία, την έλλιψη αγάπης, την νωθρότητα, την αχαριστία και κάθε κακία, πού μπορεί κανείς να βάλει με το νου του. Πώς όμως μπορεί να περιμένει να έρθει ο Κύριος σε ένα τέτοιο πνευματικό θάλαμο;

ΓΙΑ αυτό παρακαλεί: Κύριε ελέησον με. Ελέησον με τον αμαρτωλό. Γιατί έχω προσπαθήσει βέβαια να κάνω «πάντα τα διατεταγμένα ημίν», για να σε υπηρετήσω.

«Ηροτρίωσα» στο χωράφι της ψυχής μου, πού εσύ μου έδωσες για να το καλλιεργώ και «εποίμανα» τα κτήνη που μου έδωσες μέσα σ’ αυτήν (Λουκά ιζ’ 7-10), άλλα είμαι ο ελάχιστος δούλος σου και χωρίς Eσένα δεν μπορώ τίποτε να κάνω.

Ελέησε με λοιπόν και γέμισε με, με τη θεία σου χάρη.

ΜΕ την πνευματική εργασία, που κάνει, αυξάνει την πίστη του (Λουκά ιζ’ 5) και με την προσευχή του αυξάνει τις πνευματικές του δυνάμεις. Έτσι η προσευχή και η εργασία ζουν το ένα από το άλλο, ώσπου γίνονται ένα.

Η εργασία του γίνεται προσευχή και η προσευχή εργασία. Αυτό ονομάζουν οι άγιοι πνευματική δραστηριότη­τα, καρδιακή προσευχή.

Πηγή: Τίτο Κολλιάντερ, Ο δρόμος των ασκητών, εκδ. «Ακρίτας», σ. 127-131.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ