Κάποτε καθώς περπατούσαμε στις όχθες της Νεκράς θάλασσας,ο γέροντας κι εγώ, κυριεύτηκα από υπερβολική δίψα.

-Διψώ γέροντα.

-Πιες από τη θάλασσα.

Τον κοίταξα με απορία. Πινόταν εκείνο το νερό που ήταν όλο αλμύρα και θειάφι;

Ο γέροντας όμως είχε σταθεί σε προσευχή και με το ευλογημένο χέρι του σταύρωνε το νερό.

-Πιες, μου είπε ξανά.

Υπάκουσα. Πήραμε τη χούφτα μου και ήπια.

Το πικρό νερό της Νεκράς θάλασσας είχε γίνει πιο γλυκό από μέλι.

Σαν είδα το θαύμα αυτό, ετοιμάστηκα να γεμίσω το μικρό λαγήνι που είχα μαζί μου.

-Γιατί το γεμίζεις;

-Για να το έχω, όταν διψάσω πάλι.

Με κοίταξε με αυστηρό βλέμμα.

Ο Θεός που είναι εδώ ολιγόπιστε, θα είναι και πιο κάτω.

Από το Γεροντικό της ερήμου.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ