Λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Λευκάδα, σ’ ένα μαγευτικό τοπίο, πάνω σ’ ένα καταπράσινο λόφο, βρίσκεται κτισμένο το μοναστήρι της Παναγίας της Φανερωμένης.
Σύμφωνα με την παράδοση, στο μέρος αυτό παλαιότερα ήταν χτισμένος ο ναός της θεάς Αρτέμιδος, στον οποίο ο μαθητής του Αποστόλου Παύλου Ηρωδίωνας γονατιστός, προσευχήθηκε με πίστη στο Θεό και το είδωλο της Αρτέμιδας έπεσε κάτω και έγινε θρύψαλα.
Στη θέση αυτή οι χριστιανοί έχτισαν ένα μικρό ναό αφιερωμένο στην Παναγία. Το 332 μ.Χ. ο τότε επίσκοπος Λευκάδος Αγάθαρχος και δύο πατέρες εγκαθίστανται στο ναό, τον επεκτείνουν και χτίζουν τα πρώτα κελιά θέτοντας έτσι τις βάσεις του μοναχισμού στο νησί.
Οι 2 Πατέρες, με την συνδρομή των πιστών Λευκαδίων, μεγάλωσαν τον μικρό ναό της Παναγίας, που ήδη υπήρχε, και έχτισαν γύρω του μερικά κελλιά.
Την εποχή αυτή άρχισαν οι πιστοί να αφιερώνουν στην Παναγία διάφορα κτήματα, ώστε μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα να έχει ο ναός κάποιο μικρό ετήσιο εισόδημα από τα κτήματα, ενώ καθημερινά αυξάνονταν τα έσοδα, από τα οποία ζούσαν οι μοναχοί που έμεναν εκεί .
Μετά από φοβερή πυρκαγιά, η οποία αποτέφρωσε το μικρό μοναστήρι, οι Λευκαδίτες κινητοποιήθηκαν και το ξανάχτισαν.
Η Παναγία «σχεδιάζει» την εικόνα Της
Ο ηγούμενος με τους επιτρόπους ανέθεσαν σε Λευκαδίτη αγιογράφο την φροντίδα να αγιογραφήσει τις δεσποτικές εικόνες και αυτές για τις θύρες, καθώς και την εικόνα της Θεοτόκου. Εκείνος ανέλαβε την ευθύνη και, πράγματι, αγιογράφησε τις τέσσερις δεσποτικές εικόνες και τις εικόνες για τις θύρες.
Όταν επεχείρησε όμως να ζωγραφίσει και ξεχωριστή εικόνα της Παναγίας, δεν το κατόρθωσε. Κάθε φορά που προσπαθούσε να βάλει γύψο πάνω στην σανίδα, ο γύψος δεν στεκόταν, αλλά έπεφτε.
Οπότε, αφού προσπάθησε αρκετές φορές, χωρίς αποτέλεσμα, το ανακοίνωσε στον ηγούμενο και στους επιτρόπους.
Αυτοί έγραψαν τότε στην Κωνσταντινούπολη, σε κάποιον Λευκαδίτη έμπορο, που διέμενε εκεί και του ανέθεσαν να βρει επιδέξιο αγιογράφο για να αγιογραφήσει την ιερή εικόνα της Θεομήτορος.
Εκείνος ο ευσεβής έμπορος και καλός πατριώτης, μόλις έλαβε την επιστολή από την πατρίδα του, ρώτησε σχετικά. Κι όταν έμαθε, πήγε σε κάποιον ευλαβή ιερομόναχο – Κάλλιστος ήταν το όνομά του- και του γνωστοποίησε την εντολή που είχε λάβει και όσα είχαν συμβεί στον Λευκαδίτη ζωγράφο.
Παράλληλα, του είπε ότι θα λάβαινε όποια αμοιβή εκείνος ζητούσε.
Ο σεβάσμιος εκείνος ιερέας δέχθηκε να αγιογραφήσει την ιερή εικόνα της Θεομήτορος.
Ο ιερομόναχος Κάλλιστος ήταν ένας από τους εφημερίους του ονομαστού ναού της Αγίας Σοφίας, που βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη. Γι’ αυτό κατοικούσε στα κελλιά, που υπήρχαν γύρω από αυτόν.
Μόλις ανέλαβε την αγιογράφηση της εικόνας ο σεβάσμιος εκείνος ιερέας, πήγε σε κάποιον Εβραίο έμπορο ξυλείας. Αγόρασε από εκείνον την σανίδα και άρχισε να εργάζεται, χωρίς να σκεφτεί ότι δεν πρέπει να αναμειγνύονται οι Ιουδαίοι σε ό,τι χρησιμοποιείται για ιερούς σκοπούς.
Βάζει, λοιπόν, πάνω στην σανίδα τον γύψο, αλλά αυτός δεν στεκόταν. Προσπαθεί επανειλημμένα, αλλά μάταια. Ο σεβάσμιος ζωγράφος θεώρησε ότι το είδος της σανίδας δεν δεχόταν τον γύψο και έτσι, πήγε στον ίδιο έμπορο και αντάλλαξε την σανίδα με άλλη.
Όμως, όταν έβαλε και σ’ αυτή τη δεύτερη σανίδα τον γύψο, συνέβαιναν τα ίδια, όπως και στην πρώτη.
Απ’ αυτό συγκλονίστηκε και γι’ αυτό βρέθηκε σε αμηχανία, καθώς ποτέ κάτι τέτοιο δεν του είχε ξανασυμβεί. Άρχισε, λοιπόν, να νηστεύει και να προσεύχεται πάρα πολύ στην Θεοτόκο, για να του αποκαλύψει την αιτία της αποτυχίας του.
Ενώ βρισκόταν συνεχώς σε τέτοια αμηχανία, κάποιο βράδυ προσευχήθηκε ολόθερμα για ώρα πολλή και κατόπιν κοιμήθηκε.
Η Κυρία Θεοτόκος όχι μόνο δεν οργίσθηκε για το λάθος του, σχετικά με την σανίδα, καθώς αυτό δεν οφειλόταν στην άγνοιά του, αλλά και άκουσε αμέσως την προσευχή του.
Όταν ο Κάλλιστος αποκοιμήθηκε, του φανερώθηκε σε όνειρο μια πολύ ωραία γυναίκα ντυμένη σαν βασίλισσα του ουρανού και της γης, η οποία συνοδευόταν από στρατιά Αγγέλων και του είπε με ευχάριστη φωνή: «Ιερέα του Υιού μου και δικέ μου υπηρέτη, γιατί είσαι όλος στενοχώρια που δεν πετυχαίνει η εργασία σου;
Γιατί δεν πρόσεξες, όταν αγόρασες τη σανίδα; Δεν ανέχομαι να απεικονισθώ σε σανίδες μολυσμένες από τα ακάθαρτα χέρια των Εβραίων που σκότωσαν τον Υιό και Θεό μου. Οπότε μην έχεις αγωνία, αλλά πήγαινε και πάρε σανίδα από κάποιον Ορθόδοξο, που να λατρεύει τον Υιό μου.
Φρόντισε για το έργο σου και θα δεις τη δύναμη και τη βοήθεια Εκείνου που γεννήθηκε από ‘μένα, αλλά και τη δική μου.» Αφού είπε αυτά η Παντοβασίλισσα και τον ευλόγησε, ανέβηκε στους ουρανούς μέσα στη δόξα Της.
Ξύπνησε ο σεβάσμιος ιερέας έντρομος και, με καρδιά που παλλόταν από φόβο και χαρά, ευχαριστούσε την Θεομήτορα με θερμά δάκρυα και δεήσεις. Όλη τη νύχτα πέρασε με προσευχή.
Το πρωΐ, όλος χαρά, πήγε σε Χριστιανό έμπορο και αγόρασε άλλη σανίδα. Πήγε κατόπιν στο δωμάτιό του, ετοίμασε το γύψο, αφού προσευχήθηκε προηγουμένως πάρα πολύ, και τον τοποθέτησε πάνω στη σανίδα. Αμέσως ο γύψος κόλλησε.
Στη συνέχεια τον προβλημάτιζε μια σκέψη: με βάση ποιό σχέδιο να σχεδιάσει την Θεομήτορα, καθώς -από τον υπερβολικό ζήλο που είχε- του έρχονταν στο νου διάφορα σχέδια, χωρίς να αποφασίζει οριστικά.
Το βράδυ επιδόθηκε σε εκτενή προσευχή, με την οποία παρακαλούσε την Θεοτόκο να του αποκαλύψει το σχέδιο που άρεσε σ’ Αυτήν και έτσι κοιμήθηκε ήσυχα.
Το πρωΐ που ξύπνησε πήγε στο δωμάτιο, όπου υπήρχε η σανίδα με το γύψο και ξαφνιάστηκε βλέποντας σχεδιασμένη την εικόνα της Θεοτόκου. Ήταν, λοιπόν, στο μέσον της εικόνας καθισμένη η Υπεραγία Θεοτόκος σαν βασίλισσα όλων πάνω σε ψηλό θρόνο.
Στα γόνατά Της καθόταν ο μονογενής Υιός Της.
Στα δεξιά Της είχε τον Αρχιστράτηγο Μιχαήλ και στα αριστερά Της τον Αρχάγγελο Γαβριήλ, οι οποίοι στέκονταν ευλαβικά δίπλα στη Θεομήτορα, με σταυρωμένα τα χέρια.
Τότε ο ιερός αυτός ζωγράφος, ο Κάλλιστος, έπεσε και προσκύνησε το αχειροποίητο σχέδιο της Θεοτόκου και αφού φόρεσε το επιτραχήλιό του, άρχισε να αγιογραφεί σύμφωνα με τους κανόνες της ζωγραφικής, με όση προσοχή του ήταν δυνατόν.
Από τότε συνέχισε να νηστεύει καθημερινά δουλεύοντας με ευλάβεια, ώσπου τελείωσε την αγία εικόνα, στην οποία έδωσε το όνομα «Πεφανερωμένη» ή «Φανερωμένη», επειδή φανερώθηκε και σχεδιάσθηκε με τη βοήθεια του Θεού.
Μόλις ο Κάλλιστος τελείωσε την αγιογράφηση της ιερής εικόνας, την παρέλαβε ο παραγγελιοδόχος έμπορος και την παρέδωσε σε κάποιο επτανησιακό πλοίο που κατευθυνόταν προς την Αγία Μαύρα.
Μέχρι το πλοίο την εικόνα συνόδευσαν σε πομπή ο Πατριάρχης, μαζί με τον ιερό κλήρο, τους ψάλτες και πλήθος λαού. Ο πλοίαρχος παρέλαβε την εικόνα και απέπλευσε, περνώντας από τον Ελλήσποντο.
Μόλις το πλοίο βγήκε από τα Στενά, συνάντησε αντίθετο άνεμο και προσορμίσθηκε στην Λήμνο. Το νησί αυτό μαστιζόταν από ανομβρία επί τρία χρόνια. Η γη στέγνωσε από την ανομβρία και οι κάτοικοι κινδύνευαν να πεθάνουν, χωρίς να έχουν καμιά υποστήριξη.
Δεν υπήρχαν καθόλου καρποί.
Μόλις έμαθαν ότι άραξε στο λιμάνι τους κάποιο πλοίο που μετέφερε μια θαυματουργή εικόνα της Θεομήτορος, έτρεξαν όλοι μαζί και γνωστοποίησαν το πρόβλημά τους στον πλοίαρχο, ζητώντας την εικόνα για να κάνουν λιτανεία, περιμένοντας από τον Θεό να τους ελεήσει.
Ο ευσεβής πλοίαρχος υπέκυψε στα παρακάλια των Λημνίων και τους παρέδωσε την εικόνα. Εκείνοι, την πήραν και την λιτάνευσαν μαζί με όλον τον κλήρο και τον επίσκοπο σε ολόκληρο το νησί.
Και, με θαυμαστό τρόπο, ο ουρανός γέμισε από σύννεφα και έπεσε καταρρακτώδης βροχή, όπως στον καιρό του Προφήτη Ηλία. Έτσι, οι πιστοί επέστρεψαν στις κατοικίες τους καταβρεγμένοι, ενώ η εικόνα ανακηρύχθηκε θαυματουργή.
Μάλιστα, η βροχή που έπεσε στην ξεραμένη γη με επέμβαση της Θεοτόκου έκανε τόσο καρποφόρα την χρονιά εκείνη, όσο ποτέ άλλοτε -καθώς όλοι ομολόγησαν.
Αλλά κι απ’ όταν έφτασε στην Αγία Μαύρα (Λευκάδα), η ιερή εικόνα δεν έπαψε να θαυματουργεί. Πολλές φορές ενώ το νησί έπασχε από ανομβρία και τα προϊόντα κινδύνευαν να καταστραφούν, μετά από εκτενείς δεήσεις κλήρου και λαού κι ύστερα από λιτανεία της ιερής εικόνας, άμεσως άρχιζε να πέφτει ραγδαία βροχή.
Άνθρωποι που πάσχουν από διάφορες ασθένειες, θεραπεύονται όταν επικαλεσθούν τη βοήθεια της Θεομήτορος με πίστη και ευλάβεια.
Συχνά φέρνουν αφιερώματα κι από τους γύρω απ’ την Λευκάδα τόπους πολλοί που έχουν θεραπευθεί από κάθε λογής νόσημα.
Ανάπηροι σηκώνονται όρθιοι.
Τυφλοί ξαναβλέπουν.
Θαλασσοπόροι και άλλοι που βρίσκονται σε κίνδυνο διασώζονται.