Σε κάποια πόλη ήταν ένας επίσκοπος, ο οποίος αρρώστησε τόσο που απελπίστηκε για τη ζωή του. Στην πόλη αυτή ήταν και ένα μοναστήρι γυναικείο. Όταν έμαθε η ηγουμένη ότι ο επίσκοπος αρρώστησε για θάνατο, πήρε μαζί της δύο αδελφές και πήγε να τον επισκεφτεί.

Καθώς καθόταν και συζητούσε με τον επίσκοπο, η μία από τις υποτακτικές της ακούμπησε το πόδι του, θέλοντας να δει αν έχει πυρετό.

Ο επίσκοπος ένιωσε σαρκικό πόλεμο από το άγγιγμα και παρακάλεσε την ηγουμένη: «Δεν έχω κανέναν να με υπηρετεί σωστά. Πες λοιπόν να μείνει αυτή η αδελφή να με υπηρετεί».

Η ηγουμένη, χωρίς να σκεφτεί τίποτε πονηρό, άφησε την αδελφή να υπηρετεί τον επίσκοπο· και εκείνος, καθώς αυτή τον υπηρετούσε, δυναμώθηκε από τον διάβολο και έπεσε μαζί της στην αμαρτία.

Η μοναχή έμεινε έγκυος, και όταν ο όγκος της κοιλιάς της έκανε σε όλους φανερή την εγκυμοσύνη της, οι κληρικοί την έπιασαν και τη ρωτούσαν: «Πες μας, ποιος σε άφησε έγκυο;» Εκείνη δεν ομολογούσε.

Τότε είπε ο επίσκοπος: «Αφήστε την, εγώ έκανα αυτή την αμαρτία». Και όταν σηκώθηκε από την αρρώστια, μπήκε στην εκκλησία και άφησε το ωμοφόριό του επάνω στην αγία τράπεζα· ύστερα βγήκε, πήρε στο χέρι ένα ραβδί και ξεκίνησε βιαστικά για ένα μοναστήρι, όπου κανείς δεν τον γνώριζε.

Καθώς πήγαινε, ο αββάς εκείνου του κοινοβίου, που είχε το διορατικό χάρισμα, έλαβε αποκάλυψη από τον Θεό ότι ένας επίσκοπος έρχεται στο μοναστήρι. Κάλεσε λοιπόν τον πορτάρη και τον πρόσταξε: «Έχε τον νου σου, αδελφέ, γιατί ένας επίσκοπος μάς έρχεται, και να τον υποδεχτείς όπως πρέπει».

Ο πορτάρης περίμενε ότι ο επίσκοπος θα έρθει, όπως συνηθιζόταν, κουβαλητός σε πολυτελές φορείο ή με κάποια άλλη επισημότητα. Όταν τον είδε να έρχεται μόνος και πεζός δεν κατάλαβε, ούτε του άνοιξε πριν να ρωτήσει τον ηγούμενο.

Εκείνος, όταν το άκουσε, βγήκε αμέσως να τον προϋπαντήσει. Τον υποδέχτηκε, τον φίλησε και του είπε: «Καλώς ήρθες, κύριε επίσκοπε».

Ο επίσκοπος, κατάπληκτος που αναγνωρίστηκε από εκείνους που διόλου δεν τον γνώριζαν, θέλησε να φύγει σε άλλο μοναστήρι. Του είπε όμως ο αββάς: «Όπου και αν πας, θα έρθω μαζί σου και θα σε φανερώσω». Και αφού του έδωσε θάρρος, τον πήρε μέσα στο μοναστήρι.

Εκεί ο επίσκοπος έζησε με ολόψυχη μετάνοια και με μεγάλους αγώνες για την αρετή. Και όταν αναχώρησε με ειρήνη για τον Κύριο, ο Θεός τίμησε τον θάνατό του με πολλά και μεγάλα θαύματα.

Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Α’, Υπόθεση Α’, σελ. 47. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2001

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ