Παρασκευή έντεκα το πρωί, κινούμαι στην περιοχή των Αθηνών. Ανέβαινα την οδό Μάρνη, όταν μου τηλεφώνησε ένας συνάδελφος, που βρισκόταν στο Αεροδρόμιο.
-Ράνια πού είσαι;
-Στη Μάρνη.
-Ανέβα στο Αεροδρόμιο, έχει πολλή δουλειά.
-Θα ανέβω, σ’ ευχαριστώ.
Κλείσαμε το τηλέφωνο και σκεφτόμουν ας εύρισκα έναν πελάτη να μην πάω τόσα χιλιόμετρα άδεια. Καθώς ανέβαινα τη λεωφόρο Αλεξάνδρας μία κυρία κρατώντας ένα μεγάλο σακβουαγιάζ μου σηκώνει το χέρι.
Σταμάτησα.
-Μήπως μπορείτε να με πάτε στο Αεροδρόμιο;
-Και βέβαια μπορώ, εσένα έψαχνα να βρω, γλυκιά μου!
Κατέβηκα, φόρτωσα το σακβουαγιάζ και ξεκίνησα. Η κυρία κάθισε δίπλα μου.
-Αχ! Τι ωραίες οι εικόνες σας! μου λέει.
-Ναι! Είναι η οικογένειά μου, τους λατρεύω! της απαντώ.
-Και εγώ πιστεύω πολύ, ιδιαίτερα αγαπώ τον Άγιο Νεκτάριο.
-Κάποιο θαύμα θα σας έκανε, για να τον πιστεύετε, ε;
-Ακριβώς! Θέλετε να σας πω;
-Ήδη έπρεπε να έχετε ξεκινήσει.
Εδώ η κυρία γέλασε.
-Έχω καρκίνο, μου λέει κοφτά. Μου έχουν αφαιρέσει και τους δύο μαστούς. Από την ημέρα που παντρεύτηκα αρρώστησα, έπαθα βαριά μελαγχολία.
-Γιατί; Δεν έχετε καλό σύζυγο;
-Αντιθέτως, ο σύζυγος μου είναι πολύ καλός, με προσέχει πάρα πολύ και οικονομικά είμαστε πάρα πολύ καλά.
-Τότε γιατί αρρωστήσατε;
-Δεν ξέρω! ξαφνικά έπεσα σε μεγάλη μελαγχολία Χωρίς λόγο. Μια γειτόνισσα μού είπε πως πρέπει να μου έχουν κάνει μάγια. «Όμως εγώ δεν έχω εχθρούς», της είπα. «Πιστεύω πως πρέπει να σου τα έχει κάνει η Παναγιώτα, Γιατί ήθελε πολύ τον άνδρα σου».
Είχαν περάσει τρία χρόνια από την ημέρα του γάμου Και της αρρώστιας μου, όταν αποφάσισα να τα πω στη μητέρα μου. Εκείνη, μόλις τ’ άκουσε, με πήρε και πήγαμε σε έναν παπά.
Μου διάβασε ευχή και μου είπε να πάω στην Αίγινα, στον Άγιο Νεκτάριο. Μας έπεφτε πολύ μακριά η Αίγινα από το νησί μου. Όμως ο άνδρας μου επέμενε να πάμε. Και ξεκινήσαμε και οι τρεις μαζί για τον Άγιο Νεκτάριο.
Όταν φτάσαμε, αφού προσκυνήσαμε και προσευχηθήκαμε, ήθελα να δω την ηγουμένη. Δεν ήξερα γιατί, όμως την ήθελα. Ζητήσαμε από μια μοναχή να μας οδηγήσει σ’ εκείνη. Έτσι κι έγινε.
Η ηγουμένη μάς δέχθηκε πολύ εγκάρδια, σαν να μας περίμενε. Έβγαλε από την τσέπη της ένα κομποσκοίνι, μου το έδωσε και μου ζήτησε να το φορέσω στο χέρι μου. Το φόρεσα, ενώ η μητέρα μου της εξηγούσε τι έχω.
Ξαφνικά σηκώθηκα και τους είπα:
-Πάμε στο κελί του Αγίου Νεκταρίου, μας περιμένει!
Άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω κατευθυνόμενη προς το κελί του Αγίου. Η ηγουμένη με ρώτησε:
-Ξέρεις πού είναι; Έχεις ξανάρθει εδώ;
-Όχι! όμως με καθοδηγεί εκείνος.
Φτάσαμε στο κελί του, μπήκαμε μέσα και εγώ κάθισα στο κρεβατάκι του. Ο Άγιος Νεκτάριος καθόταν δίπλα μου, μου μιλούσε και εγώ του απαντούσα.
-Θέλεις να μου πεις τι λέγατε;
-Όχι! το μόνο που θα σου πω, είναι πως μου έλεγε να μη φοβάμαι και πως θα γίνω καλά.
Από τότε η μελαγχολία που ένιωθα, έφυγε στη θέση της μπήκε η χαρά. Πολύ γρήγορα έμεινα έγκυος και γέννησα ένα αγοράκι, που το ονόμασα Νεκτάριο. Στην πορεία απέκτησα και ένα κοριτσάκι και το ονόμασα Μαρία, το όνομα της Παναγιάς μας.
Ύστερα αρρώστησα, έπαθα καρκίνο και, όπως σου είπα, μου αφαίρεσαν και τους δύο μαστούς. Υπέφερα πολύ, όμως ο Άγιος Νεκτάριος ήταν πάντα δίπλα μου. Από τότε έχουν περάσει είκοσι χρόνια.
Ποτέ δεν εγκατέλειψα τον Άγιο. Κάθε χρόνο στη γιορτή του είμαστε όλοι εκεί. Η πίστη μου δυνάμωσε τόσο πολύ, που τώρα δεν με νοιάζει, ότι κι αν μου συμβεί. Είμαι έτοιμη να τα αντιμετωπίσω όλα.
Θέλοντας να δοκιμάσω την πίστη της, έκανα τον συνήγορο του διαβόλου:
-Αν ο Θεός σού πάρει ένα από τα παιδιά σου, τι θα κάνεις; Θα εναντιωθείς απέναντι του; θα λιγοστέψει η πίστη σου;
-Κοίταξε να σου πω. Τα παιδιά μου είναι δικά Του, Εκείνος μου τα έδωσε άμα τα θέλει πίσω, ας τα πάρει. Θα πονέσω πολύ, όμως η πίστη μου είναι ακλόνητη, δεν μπορεί τίποτε και κανείς να την κλονίσει.
-Είσαι σίγουρη γι’ αυτά που λες;
-Σιγουρότατη! Έχω δει πολλά θαύματα σ’ αυτά τα είκοσι χρόνια. Αυτό που σου είπα, ήταν το πρώτο με τον Άγιο Νεκτάριο. Ακολούθησαν πάρα πολλά. Ο Άγιος είναι συνέχεια δίπλα μου, τον αισθάνομαι πολύ κοντά μου.
Και μη νομίζεις πως δεν αγαπώ τα παιδιά μου, επειδή σου είπα ας τα πάρει. Δικά Του είναι, εμένα μου τα έδωσε απλά να Του τα μεγαλώσω. Αλλά καμαρώνω, γιατί Του τα έκανα πολύ καλά παιδιά. Με τη βοήθειά Του βέβαια.
Ειλικρινά χάρηκα πολύ μ’ αυτά που άκουσα και ζήλεψα την πίστη αυτής της γυναίκας!
ΒΙΒΛ. ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ . ΠΟΡΦΥΡΙΑ ΜΟΝΑΧΗ.