Κάποτε ένας Τούρκος δικαστής κάλεσε τον π. Βασίλειο (μετέπειτα γέροντας Ιερώνυμος) στο αρχοντικό του.
Όταν έφθασε στο αρχοντικό του δικαστή του είπε:
– Αφέντη παπά, εγώ είμαι Τούρκος, μωαμεθανός.
Όμως απ’ το μισθό που παίρνω, κρατάω τα απαραίτητα για την οικογένεια μου και τα υπόλοιπα τα ξοδεύω σε ελεημοσύνες.
Βοηθάω χήρες, ορφανά, φτωχούς, προικίζω άπορα κορίτσια που παντρεύονται, βοηθάω αρρώστους.
Κρατάω με ακρίβεια τις νηστείες, προσεύχομαι και γενικά προσπαθώ να είμαι συνεπής στην πίστη μου.
Επίσης όταν δικάζω, προσπαθώ να είμαι δίκαιος, δε χαρίζομαι σε κανέναν, όσο μεγάλη θέση κι αν έχει.
Τι λες, όλα αυτά που κάνω δεν είναι αρκετά για να κερδίσω τον παράδεισο, που λέτε σεις οι χριστιανοί;
Ο π. Βασίλειος εντυπωσιάστηκε από όσα του είπε ο Τούρκος δικαστής κι ο νους του πήγε αμέσως στον εκατόνταρχο Κορνήλιο (Πράξ. ι΄).
Διέκρινε μεταξύ τους δύο βίους παράλληλους.
Κατάλαβε πως πρόκειται για δίκαιο και καλοπροαίρετο άνθρωπο και ίσως η δική του αποστολή να ήταν ίδια με εκείνην του Απόστολου Πέτρου προς τον εκατόνταρχο.
Αποφάσισε λοιπόν να δώσει τη μαρτυρία της πίστης του.
-Δεν μου λες, αφέντη, έχεις παιδιά;
-Ναι, έχω.
-Δούλους, έχεις;
-Έχω και δούλους.
-Ποιος εκτελεί καλύτερα τις εντολές σου, τα παιδιά ή οι δούλοι σου;
-Σίγουρα οι δούλοι μου, γιατί τα παιδιά, με το θάρρος που έχουν, πολλές φορές παρακούν και κάνουν ό,τι θέλουν, ενώ οι δούλοι μου κάνουν πάντα ό,τι τους λέω εγώ.
-Δε μου λες αφέντη, όταν εσύ πεθάνεις ποιος θα σε κληρονομήσει: οι δούλοι σου, που εκτελούν τις εντολές σου πιστά, ή τα παιδιά σου που σε παρακούν;
-Μα τα παιδιά μου βέβαια.
Μόνο αυτά έχουν κληρονομικά δικαιώματα, όχι οι δούλοι.
-Ε, λοιπόν, όσα κάνεις αφέντη είναι καλά, αλλά το μόνο που μπορούν να σου κάνουν, είναι να σε κατατάξουν στην κατηγορία των καλών δούλων.
Αν όμως θέλεις να κληρονομήσεις τον παράδεισο, τη βασιλεία των ουρανών, πρέπει να γίνεις υιός.
Κι αυτό γίνεται μόνο με το βάπτισμα.