Υπάρχουν τέσσαρα κακά, και εάν ό άνθρωπος έχει ένα απ’ αυτά, ούτε να μετανοήσει μπορεί ούτε ή προσευχή του να εισακουσθεί από τον Θεό.
Πρώτο κακό είναι ή υπερηφάνεια. Ό υπερήφανος νομίζει ότι ζει καλά, ότι ή διαγωγή του αρέσει στον Θεό και στους ανθρώπους, ότι πολλοί ωφελούνται με την συναναστροφή του και ότι ταυτόχρονα με την αναχώρηση του στην έρημο απαλλάχτηκε από πολλές αμαρτίες.
Δεν κατοικεί ό Θεός στον άνθρωπο πού σκέπτεται έτσι. Ό μοναχός πρέπει μάλλον να θεωρεί τον εαυτό του κατώτερο από τα άλογα ζώα και να πιστεύει ότι τα έργα του δεν ευχαριστούν τον Θεό.
Άλλωστε έχει ελέχθη από προφήτη: « Πάσα δικαιοσύνη ανθρώπους ως ράκος άποκαθημένης εστίν ενώπιον αυτού» (πρβλ. Ήσ. ξδ’ 6).
Και αν δεν πιστέψει πραγματικά ή ψυχή ότι είναι πιο ακάθαρτη από τα ζώα, τα πουλιά και τα σκυλιά, ό Θεός δεν εισακούει την προσευχή της. Και τούτο, διότι τα ζώα, τα πουλιά και σκυλιά, ουδέποτε αμάρτησαν ενώπιον του Θεού και δεν θα δικασθούν στην Κρίσι.
Είναι λοιπόν φανερό ότι ό αμαρτωλός είναι ελεεινότερος από τα ζώα. Τον συμφέρει, σαν τα ζώα, να μην αναστηθεί ούτε να δικασθή στην Κρίσι. Τα ζώα δεν κατακρίνουν και δεν υπερηφανεύονται. Επί πλέον αγαπούν εκείνους πού τα τρέψουν. Ό άνθρωπος όμως δεν αγαπά, όπως οφείλει, τον Θεό, πού τον έπλασε και τον τρέφει.
Δεύτερο κακό είναι ή μνησικακία. Εάν κάποιος μνησικακή εναντίον οποιουδήποτε ανθρώπους, ακόμη και εναντίον εκείνου πού τυχόν τον τύφλωσε, τότε ή προσευχή του δεν ανεβαίνει προς τον Θεό. Θα είναι πλάνη να πιστέψει πώς θα ελεηθεί ή θα συγχωρηθεί, ακόμη κι ανθρώπους αναστήσει νεκρούς.
Τρίτο κακό είναι ή κατάκρισης. Εκείνος πού κατακρίνει άνθρωπο αμαρτωλό, είναι και αυτός αξιοκατάκριτος, ακόμη κι ανθρώπους θαυματουργή. Ό Χριστός είπε: «Μην κρίνετε και ου μην κριθήτε» (πρβλ. Ματθ. ζ’ 1).
Πρέπει λοιπόν να μην κρίνει ό χριστιανός κανένα. «Ουδέ γάρ ό πατήρ κρίνει ούδένα, αλλά την κρίσιν πάσαν δέδωκε τω υίώ» (Ίωάν. ε’ 22). Ώστε αυτός πού κρίνει πριν από την Κρίσι, πού θα κάνη ό Χριστός, είναι αντίχριστος.
Εξ άλλου πολλοί πού ήσαν πριν ληστές και πόρνοι, έγιναν όσιοι και δίκαιοι. Και μπορεί να είδαμε τις αμαρτίες τους, αλλά δεν αντιληφθήκαμε τις κρυφές αρετές τους και τούς κρίναμε αδίκως.
Τέταρτο κακό είναι ή έλλειψης της αγάπης. Χωρίς αυτή, καθώς λέει ό απόστολος, κι ανθρώπους ακόμη λαλήσουμε με αγγελικές γλώσσες, κι ανθρώπους όρθοδοξούμε σε όλα, κι ανθρώπους μετακινούμε όρη, κι ανθρώπους δώσουμε όλα τα υπάρχοντα μας στους φτωχούς, κι ανθρώπους μαρτυρήσουμε σε τίποτα δεν θα ωφεληθούμε (Α Κορινθ.ιγ-1-3)
Αλλά ίσως να ερωτήσετε: «Πώς είναι δυνατόν να δώσει κανείς όλα τα υπάρχοντα του στους φτωχούς χωρίς να έχει αγάπη; Ή ελεημοσύνη δεν είναι αγάπη;». Δεν είναι τελεία αγάπη ή ελεημοσύνη, άλλα μέρος της.
Υπάρχουν πολλοί οι όποιοι άλλους ελεούν και άλλους αδικούν, άλλους φιλοξενούν και γι’ άλλους κρατούν μνησικακία, άλλους καλύπτουν και άλλους εμπαίζουν. Συμπαθούν τούς ξένους και μισούν τούς δικούς τους.
Δεν είναι λοιπόν αγάπη αυτή, δεν είναι. Ή αληθινή αγάπη κανένα δεν μισεί, κανένα δεν εμπαίζει, κανένα δεν κατακρίνει, κανένα δεν στενοχωρεί, κανένα δεν βδελύσσεται, ούτε πιστό ούτε άπιστο ούτε ξένο ούτε αμαρτωλό ούτε πόρνο ούτε ακάθαρτο.
Αντίθετα περισσότερο αγαπά τούς αμαρτωλούς και τούς ασθενείς και τούς αμελείς. Γι’ αυτούς πονά και πενθεί και κλαίει. Περισσότερο συμπάσχει με τούς κακούς και τους κακούς και τους αμαρτωλούς παρά με τους καλούς..
Έτσι μιμείται τον Χριστό, ό Όποιος τούς αμαρτωλούς κάλεσε σε μετάνοια τρώγοντας και πίνοντας μαζί τους.
Γι’ αυτό, δείχνοντας ποιά είναι ή αληθινή αγάπη, δίδαξε λέγοντας: «Γίνεσθε αγαθοί και οικτίρμονες ως ό πατήρ ημών ό ουράνιος» (Λουκ. στ’ 36). Εκείνος βρέχει και για τούς πονηρούς και για τούς αγαθούς, ανατέλλει τον ήλιο και για τούς δικαίους και για τούς άδικους.
Έτσι και όποιος έχει αληθινή αγάπη όλους τούς αγαπά, όλους τούς ελεεί, για όλους προσεύχεται.
Υπάρχουν μερικοί πού κάνουν ελεημοσύνη και στηρίζουν την σωτηρία τους μόνο σ’ αυτή, ενώ πολλές φορές αμαρτάνουν και πολλούς μισούν και το σώμα μολύνουν. Και αυτοί ασφαλώς πλανώνται ελπίζοντας στην ελεημοσύνη τους με την οποία νομίζουν ότι ευαρεστούν τον Θεό.
Εκδόσεις Ιεράς Μονής Παρακλήτου