Κόσμε, γλέντα, διασκέδαζε, ὀργίαζε, μοίχευε, μάζευε λεπτά. Ἄνθρωποι τοῦ κόσμου, Ἰοῦδαι τῆς ἀνθρωπότητος, κτίζετε κατοικίες, πολυκατοικίες καὶ διαμερίσματα· ἀγοράζετε αὐτοκίνητα, κόττερα καὶ ὅ,τι ἄλλο θέλετε.
Μαζεύετε λοιπόν, γλεντᾶτε καὶ διασκεδάζετε· ἀλλὰ πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας κρέμεται ἡ σπάθη τοῦ Δαμοκλέους. Ἀπὸ μία κλωστὴ κρέμεται ἡ ζωὴ τοῦ κόσμου· καὶ ἐὰν αὐτὴ κοπῇ, οὐαί τῷ κόσμῳ.
Ξυπνᾶτε
Ξύπνα, κόσμε. Ξυπνᾶτε, πλούσιοι καὶ φτωχοί. Ξυπνᾶτε, ἱερεῖς καὶ ἀρχιερεῖς τοῦ Ὑψίστου. Ξύπνα κ᾿ ἐσύ, Αὐγουστῖνε, διότι τὸ τέλος σου ἐγγίζει – ποιός ξέρει ἂν τὸ ἔτος αὐτὸ δὲν εἶνε τὸ τελευταῖο τῆς ζωῆς μου; Ξύπνα κ᾿ ἐσύ, Ἑλλάς, ποὺ κοιμᾶσαι ἐνῷ οἱ ἐχθροὶ ἑτοιμάζονται.
Κλεῖσε τὰ κέντρα τῆς ἁμαρτίας, τὰ χαρτοπαίγνια, τὰ διαφθορεῖα. Εὑρισκόμεθα σὲ παραμονὲς φοβερῶν ἐξελίξεων. Τὸ «Ψυχή μου ψυχή μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις;…» μποροῦμε νὰ τὸ ἀλλάξουμε «Ἑλλάς μου Ἑλλάς μου, ἀνάστα, τί καθεύδεις…».
Ἀλλ᾿ ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ συνεχίζουν νὰ κοιμῶνται. Τί νὰ πῶ γι᾿ αὐτούς; Ὑπάρχει στὴ φύσι ὁ ὕπνος ποὺ ξυπνᾷς· ἀλλ᾿ ὑπάρχει καὶ ὕπνος ποὺ δὲν ξυπνᾷς. Εἶνε μιὰ φοβερὰ ἀσθένεια. Τὴν προκαλεῖ ἕνα ἔντομο, ἡ μῦγα τσετσέ – ἔτσι λέγεται.
Ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ· ἅμα σὲ τσιμπήσῃ, σὲ πιάνει ὕπνος θανατηφόρος, μέχρι ποὺ πεθαίνεις πλέον.
Ἀνατριχιάζετε ποὺ τ᾿ ἀκοῦτε; Ν᾿ ἀνατριχιάζετε ὅμως περισσότερο γιὰ τὸν θανατηφόρο ὕπνο ποὺ προξενεῖ ἡ ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτὸν λέει ὁ προφήτης· Κύριε, «φώτισον τοὺς ὀφθαλμούς μου, μήποτε ὑπνώσω εἰς θάνατον…» (Ψαλμ. 12,4).
Εὔχομαι, μὲ τὸ κήρυγμα αὐτὸ κάποια ψυχὴ νὰ ξυπνήσῃ, νὰ πέσῃ στὰ πόδια τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ νὰ πῇ «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
Καὶ ἐλπίζω, τὰ λόγια αὐτὰ νὰ μποῦν στὴν καρδιά σας καὶ το ἔτος αὐτό νὰ εἶνε ἔτος ἀφυπνίσεως, μετανοίας, ἐπιστροφῆς πρὸς τὸν Κύριο, γιὰ νὰ δοξάζωμε ὅλοι Πατέρα Υἱὸν καὶ ἅγιον Πνεῦμα. Ἀμήν.
Παναγία Τριάς, ἐλέησον τὸν κόσμον σου! Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησον ἡμᾶς!
Θὰ σωθοῦμε διὰ τῆς μετανοίας
Αὐτὸ τὸ «Κύριε, ἐλέησον» νὰ τὸ ποῦμε ὅλοι. Νὰ τὸ ποῦνε τὰ μικρὰ παιδιά, ποὺ κρατοῦν στὴν ἀγκαλιά τους οἱ μητέρες. Νὰ τὸ ποῦν οἱ νέοι καὶ οἱ νεάνιδες. Νὰ τὸ ποῦν οἱ ἀσπρομάλληδες γέροντες.
Νὰ τὸ ποῦν μικροὶ καὶ μεγάλοι, νὰ τὸ πῇ ὅλος ὁ λαός.
«Κύριε, ἐλέησον». Νὰ τὸ ποῦμε μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά μας, καὶ θὰ μᾶς ἀκούσῃ ὁ Θεός.
Αὐτὸς ποὺ ἔκανε τὰ αὐτιά, δὲν θὰ μᾶς ἀκούσῃ; Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι φτειάχνουμε ῥαντὰρ καὶ συλλαμβάνουμε λεπτότατους ἤχους· ὁ Θεὸς εἶνε ὅλο αὐτιὰ καὶ ἀκούει τὰ πάντα.
Μάλιστα· ἂς μὴ πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, ἐμεῖς πιστεύουμε, ὅτι τὰ ῥαντὰρ τοῦ οὐρανοῦ, ἡ θεία πρόνοια, ὁ Θεὸς ὁ παντοδύναμος, ἀκούει τὶς φωνὲς ὅλων μας, ὅταν αὐτὲς εἶνε φωνὲς εἰλικρινοῦς μετανοίας καὶ ἐξέρχωνται ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας.
Ἁμαρτήσαμε ὅπως οἱ Νινευῖται, καὶ πρέπει νὰ μετανοήσουμε ὅπως οἱ Νινευῖται. Καὶ ὁ Θεός, ποὺ εἶνε πατέρας, θὰ κάνῃ τὸ ἔλεός του….
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «ΤΙ ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΗ;» σελ. 205-206