«Εἶδα ἀπόψε ἕναν ἀστραφτερὸ ἄνδρα νὰ κάθεται σὲ θρόνο φοβερό! Κρατοῦσε ἕνα τοπάκι σὰν μπίλια.
Πάνω στὴν μπίλια ἄρχισαν νὰ μεγαλώνουν κάτι σὰν ἀόρατα μικρόβια. Ὅταν συνῆλθα παρακαλοῦσα τὸν Θεὸ νὰ μοῦ ἐξηγήσει τί ἦταν αὐτὸ ποὺ εἶδα. Ἔλαβα πληροφορία στὴν καρδιά μου , ὅτι ὁ Καθήμενος ἐπὶ τοῦ θρόνου εἶναι ὁ Παλαιὸς τῶν Ἡμερῶν!
Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός!
Ἡ μικρὴ μπίλια ποὺ κρατοῦσε εἶναι τὸ σύμπαν. Δὲν εἶναι οὔτε κόκκος ἄμμου στὰ Άχραντα χέρια Του. Αὐτοὶ ποὺ ψηλώσανε πάνω στὸ σύμπαν εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Μᾶς φουσκώνει ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ νομίζουμε ὅτι εἴμαστε σπουδαῖοι καὶ πανύψηλοι.
Εἴμαστε, βέβαια, σπουδαῖοι γιατί εἴμαστε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ὅλο τὸ σύμπαν δημιουργήθηκε γιά μᾶς. Ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸ νιώσουμε αὐτὸ πρέπει νὰ αἰσθανόμαστε ἕνα τίποτα μπροστὰ στὸν Κύριο μας καί μεταξύ μας.
Ὄχι νὰ σηκώνουμε μπόϊ καὶ νὰ τὸν βλασφημοῦμε καὶ νὰ νομίζουμε πὼς εἴμαστε Θεοὶ χωρὶς Αὐτόν. Ζήτησα μετὰ νὰ δῶ τὴν γῆ. Τον εἶδα νὰ τὴν κρατεῖ σὰν σφαιρίδιο καὶ πάλι.
Εἶδα ὅμως ὅτι εἶχε γύρω-γύρω κάτι ποὺ βρωμοῦσε .
Ἦταν κάτι σὰν διάφανη μεμβράνη. Τσίπα, ὅπως λέμε, γλίδα καλύτερα. Ἦταν παχύρευστη καὶ σιχαμερὴ καὶ εἶπε ὁ Θεός:
«Μιχαὴλ βγάλε αὐτὴν τὴν βρώμικη φέτσα μὲ τὸ σπαθί σου! Μᾶς ἀηδίασε ἡ βρῶμα τους μὲ τὰ σαρκικά, τὶς μοιχεῖες τους, τοὺς Σοδομισμούς τους καὶ ὅλα τὰ πονηρὰ ἔργα τους».
Τότε παρακαλοῦσα νὰ μπεῖ τὸ μαχαίρι ποὺ θὰ βγάλει τὴ φέτσα ἀπὸ τὴν σφαίρα τῆς γῆς ὅσο γίνεται πιὸ ἀπάλαφρα. Μοῦ ἀπάντησε: «Δὲν γίνεται»!
Μετὰ παρακάλεσα γιὰ τὴν πατρίδα μας μὲ δάκρυα. Καὶ ἀπάντησε: «Ἡ πατρίδα σου ἔχει πολλὴ τέτοια φέτσα! Πνίγηκε σ’ αὐτὴν τὴν βρῶμα. Γιὰ τὸ χατήρι ὅμως τῆς Μητέρας Μου (Τῆς Παναγίας) θὰ βγεῖ πολὺ ἐλαφριά. Δὲν θὰ νιώσουν τὸ μαχαίρι» Τότε συνῆλθα.
Κατάλαβα ὅτι ὁ κόσμος θὰ καθαρίσει μὲ αἵματα. Θὰ ξεμαγαρίσει μὲ ἀφόρητο πόνο καὶ πολέμους. Εὐχαριστῶ συνέχεια τὴν Θεοτόκο γιὰ τὴν προστασία Της στὴν Ἑλλαδίτσα μας».
Στ. Ὀρθοδοξίας τ. 217 2020