Κοντὰ σὲ μιὰ συντροφιὰ νέων, ποὺ διασκέδαζε, βρέθηκε κ᾿ ἕνας ἀσπρομάλλης γέρος. Τὴν ὥρα ἐκείνη ποὺ διασκεδάζανε ἔθεσε στοὺς νέους ἕνα πρόβλημα. Τοὺς ρώτησε νὰ τοῦ ποῦν·
―Ποιό εἶνε τὸ πιὸ μεγάλο κακὸ στὸν κόσμο;
Ὁ ἕνας νέος εἶπε· Τὸ μεγαλύτερο κακὸ στὸν κόσμο εἶνε ἡ φτώχεια.
Ὁ ἄλλος εἶπε, ὅτι τὸ μεγαλύτερο κακὸ εἶνε ἡ ἀσθένεια.
Ὁ ἄλλος νέος ἀπήντησε, ὅτι τὸ μεγαλύτερο κακὸ στὸν κόσμο εἶνε ἡ πυρκαγιά.
Ὁ ἄλλος εἶπε, ὅτι τὸ μεγαλύτερο κακὸ εἶνε τὸ ναυάγιο στὸν ὠκεανό.
Ὁ ἄλλος νέος ἀπήντησε, ὅτι τὸ μεγαλύτερο κακὸ εἶνε ὁ σεισμός.
Ὁ ἄλλος νέος ἀπήντησε, ὅτι εἶνε ὁ ἐμφύλιος πόλεμος, καὶ ὁ ἄλλος εἶπε ὁ παγκόσμιος πόλεμος.
Καὶ ὁ γέρος, ποὺ καθότανε ἐκεῖ στὴ γωνιὰ καὶ ἄκουγε, εἶπε·
Παιδιά μου, κακὰ εἶνε αὐτὰ ὅλα. Κακὸ εἶνε καὶ ἡ φτώχεια, κακὸ εἶνε καὶ ἡ ἀρρώστια, κακὸ εἶνε καὶ ἡ πυρκαγιά, κακὸ εἶνε καὶ τὸ ναυάγιο στοὺς ὠκεανούς, κακὸ εἶνε καὶ ὁ ἐμφύλιος πόλεμος.
Κακὰ εἶνε ὅλα αὐτά· ἀλλὰ τὸ πιὸ μεγάλο κακὸ στὸν κόσμο εἶνε ἡ ἁμαρτία!
Ὤ ἡ ἁμαρτία! οἱ ἁμαρτίες μου, οἱ ἁμαρτίες σας, οἱ ἁμαρτίες μας!