-Πάτερ, που είναι του Γέροντος Ιωσήφ η καλύβα;
-Γιατί ρωτάς;
-Εκεί πάω.
-Τί πας να κάνεις εσύ εκεί;
-Πάω να γίνω μοναχός.
Με κοιτάζει λοιπόν από πάνω μέχρι κάτω.
-Εκεί θα πας εσύ;
Μάλιστα, λέω, εκεί θα πάω.
-Δεν κάνεις εσύ για κει. Εκεί έχει νηστεία, αγρυπνία και μετάνοιες. Θα σου βγει το χέρι απ’ τους σταυρούς. Αποκλείεται να πας εκεί. Εσύ είσαι χάλια.
Πράγματι.. μόνο προαίρεση είχα και δύναμη καθόλου.
Τελικά με το ηλιοβασίλεμα, φτάσαμε στο λιμανάκι της Αγίας Άννας. Ο Γέροντας δεν ήξερε ότι πήγαινα. Και ενώ στεκόμουν και σκεπτόμουν τί να κάνω! βλέπω ένα γεροντάκι να κατεβαίνει.
-Δεν είσαι εσύ ο Γιαννάκης από τον Βόλο;
Ναι, του λέγω, Γέροντα αλλά πώς με ξέρετε;
-Ά, λέγει, ο Γέροντας Ιωσήφ το ξέρει από τον Τίμιο Πρόδρομο. Του εμφανίσθηκε απόψε και του είπε: “Σου φέρνω ένα προβατάκι, βάλε το στην μάνδρα σου”.
Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεΐτου