Στη φυλακή της Τσιτά συνάντησα μια φορά έναν φυλακισμένο ο όποιος καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια καταναγκαστικής εργασίας.

– Εγώ, μου είπε αυτός, τελείωσα την κρατική σχολή και ήθελα να μπω στο πανεπιστήμιο άλλα οι γονείς μου δεν το δέχτηκαν. Ήθελαν να παντρευτώ και …όσο το δυνατόν πιο γρήγορα να χειροτονηθώ και να αναλάβω μία ενορία.

Είχα και άλλα αδέλφια και έπρεπε να βοηθήσω τους γονείς μου στην ανατροφή τους. Αντιστεκόμουν για πολύ καιρό, όμως τελικά αποφάσισα να υποταχτώ στη θέληση τους.

Παντρεύτηκα την κόρη ενός πρωθιερέα. Η γυναίκα μου ήταν ένα καθαρό και αγνό περιστεράκι. Την αγαπούσα πάρα πολύ. Μια φορά μου είπε για αστείο: «Δε σ’ αγαπώ και δεν ξέρω γιατί σε παντρεύτηκα».

Τις λέξεις της αυτές τις πήρα για αστείο και οι δύο μας γελάσαμε γι’ αυτό που είπε χωρίς να έχουμε καμία υποψία ο ένας για τον άλλον…

Την δεύτερη μέρα μετά απ’ αυτή τη συζήτηση πήγα στον επίσκοπο μου για να τον παρακαλέσω να μου δώσει κάποια ενορία και να ορίσει την ημερομηνία της χειροτονίας μου σε διάκονο. Γυρίζω σπίτι και δεν βρίσκω εκεί τη γυναίκα μου.

Πήγα στον κήπο αλλά ούτε εκεί την βρήκα. Μετά πήγα στην εκκλησία και την βρήκα στην αυλή όπου καθόταν σε ένα πάγκο μαζί με τον αδελφό του γραμματέα του χωριού μας. Όταν τους πλησίασα αυτή σαν να ντράπηκε λίγο, μου έδωσε το χέρι αλλά δε σηκώθηκε να με χαιρετήσει.

Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά…

Όταν της είπα να πάμε στο σπίτι, αυτή έδειξε απροθυμία να με ακολουθήσει… Το βράδυ πήγα για ύπνο. Αυτή δεν ξάπλωσε μαζί μου. Από το μυαλό μου πέρασε η ιδέα να κοιτάξω το εσώρουχο της.

Σιγά-σιγά πλησίασα το κρεβάτι της και δυστυχώς βεβαιώθηκα πώς οι υποψίες μου δεν ήταν άδικες. Μπορείτε να φανταστείτε τί έγινε τότε μέσα μου, έχασα τελείως τον εαυτό μου και έγινα έξαλλος!

Αμέσως πήγα στο σπίτι του γραμματέα, έσφαξα τον αδελφό του και σακάτεψα τον ίδιο. Μετά πήρα ένα τσεκούρι, πήγα στη γυναίκα μου και της έκοψα το κεφάλι… Συνέχιζα να την χτυπώ με το τσεκούρι ακόμη και όταν ήδη ήταν νεκρή.

Όταν σταμάτησα να την χτυπάω και γύρισα πίσω το κεφάλι μου, τότε είδα τη γυναίκα μου δίπλα μου Αυτή στεκόταν στα γόνατα με σκυμμένο κεφάλι σε στάση προσευχής στο πάτωμα, πού ήταν πλημμυρισμένο με αίμα.

Τότε εγώ σαν τρελός βγήκα τρέχοντας στο δρόμο και άρχισα να φωνάζω, ότι είμαι δολοφόνος και έσφαξα δύο ανθρώπους. Με έπιασαν και με καταδίκασαν σε δώδεκα χρόνια κάτεργα, οπού τώρα με οδηγούν.

Ξέρετε, παππούλη, δοκιμάζω τώρα βαριά στενοχώρια. Η ζωή μου είναι ένα ατέλειωτο μαρτύριο, η ψυχή μου είναι καταστραμμένη. Δε θέλω να πιστέψω ότι εγώ ο ίδιος το έκανα.

Προσπάθησα να προσευχηθώ αλλά δεν μπορεί να βγει καθαρή προσευχή από την ψυχή ενός εγκληματία. Μερικές φορές δοκιμάζω τρομερή θλίψη. Μήπως μπορείτε, παππούλη μου, να με βοηθήσετε;

– Υιέ μου αγαπητέ, με δάκρυα σε ικετεύω να εξομολογηθείς, έτσι ώστε μετά από αυτή την εξομολόγηση να μην μείνει ούτε μία αμαρτία, ακόμα και από τα παιδικά σου χρόνια, πού να μην την είπες.

Στις πιο τρομερές και επαίσχυντες αμαρτίες πού έπραξες, να σταθείς ιδιαίτερα και να τις διηγηθείς στον ιερέα με ειλικρίνεια. Σαν αιτία των αμαρτιών σου να θεωρείς μόνο τον εαυτό σου και όχι τους άλλους και να βλέπεις πώς την αιτία αυτή την δημιούργησες εσύ ο ίδιος συνειδητά.

Αμέσως, αγαπητέ μου, μετά από μία τέτοια εξομολόγηση θα νοιώσεις μεγάλη ανακούφιση. Σε παρακαλώ θερμά, εκτός από αυτή την εξομολόγηση, να παραδοθείς σε θερμή καρδιακή προσευχή.

Κάνε αυτό δύο εβδομάδες και θα δεις τί θα γίνει μέσα σου. Μου έδωσε το λόγο του ότι δύο εβδομάδες θα κάνει αυτό πού του είπα.

Μετά από πέντε μέρες θέλησα να τον δω. Γι’ αυτό τον σκοπό πήγα στη φυλακή. Όταν συναντηθήκαμε, τον ρώτησα.

– Πώς αισθάνεσαι, αγαπητέ;

– Καλά, αλλά είναι πολύ δύσκολο να εφαρμόσω τη συμβουλή σας. Εγώ άρχισα να τον παρακαλώ και να τον ικετεύω να συνεχίσει τον αγώνα του. Εκείνος δέχθηκε. Την επόμενη Κυριακή πρόσεξα πώς την ώρα πού έκανα κήρυγμα εκείνος έκλαιγε πιο πολύ από τους άλλους…

. – “Αχ, παππούλη μου, τώρα έχω ειρήνη στην ψυχή μου. Επιτρέψτε μου την επόμενη Κυριακή να εξομολογηθώ. Ακόμα θα ήθελα να σας παρακαλέσω να μου δώσετε ένα Ιερό Ευαγγέλιο.

Την άλλη Κυριακή όταν ήλθε ήταν τόσο χαρούμενος και γεμάτος ζωή πού δεν τον γνώρισα.

Στην εξομολόγηση, με δάκρυα στα μάτια, μου είπε ότι την προηγούμενη νύχτα είδε στον ύπνο του τη γυναίκα του η οποία του είπε: «Σε συγχωρώ, μόνο ένα πράγμα ζητώ από σένα: να πιστεύεις και να αγαπάς τον Κύριο μας Ιησούν Χριστό».

Χάρη στην αγάπη του Θεού στους αμαρτωλούς πού μετανοούν του έδωσα την Θεία Κοινωνία. Για δύο ολόκληρες μέρες εκείνος έκλαιγε από χαρά και ενθουσιασμό πού γέμιζαν την ψυχή του.

Μετά από αυτό το γεγονός οι άλλοι κρατούμενοι άρχισαν να του δείχνουν μεγάλο σεβασμό και τον θεωρούσαν άνθρωπο με ανεπτυγμένη ηθική συνείδηση. Και εγώ ειλικρινά χαιρόμουν γι’ αυτόν τον άνθρωπο πού επέστρεψε στον Κύριο του, και Θεό.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ