Ὁ Ἁρματωλός.
Ἄφες με τρισκατάρατε, τί ἔχεις μετ’ ἐμένα;
καὶ κακὴν κάκως μὲ τραβᾶς, τίς ἔστειλεν ἐσένα;
Ὁ Διάβολος.
Βέβηλε καὶ παμμίαρε, ἐρωτᾶς τὴν αἰτίαν;
ἐνθυμήσου τὰ ἔργα σου, τὴν κακὴν πολιτείαν.
Ὁ Ἁρματωλός.
Γλήγορα φίλοι δράμετε, ἔλθετε βοηθοί μου,
τί νὰ γενῶ ὁ ἄθλιος; Εὐγαίνει ἡ ψυχή μου.
Ὁ Διάβολος.
Δὲν σ’ ὠφελοῦν ταλαίπωρε, φίλοι καὶ συγγενεῖς σου,
ματαίως κράζεις καὶ βοᾶς, ἐγὼ πέρνω τὴν ψυχήν σου.
Ὁ Ἁρματωλός.
Ἐλέησόν με ἄπονε, λυπήσου τὸν καημένον,
συμπόνεσε ἀπάνθρωπε, ἄνθρωπον πονεμένον.
Ὁ Διάβολος.
Ζωὴν κακὴν ἐπέρασες, δὲν εἶχες Θεοῦ φόβον,
ἔλα λοιπὸν μὲ λόγου μου, εἰς τοῦ ᾍδου τὸν ζόφον.
Ὁ Ἁρματωλός.
Ἤκουα δὲν ἐπίστευα, ἔλεγα τίς ἠξεύρῃ;
τὰ μέλλοντα· δὲν ἤλπιζα, τέτοια ὀργὴ νὰ μ’ εὕρῃ.
Ὁ Διάβολος.
Θανατηφόροι δαίμονες, ποῦ εἶσθε, τί ἀργεῖτε;
εὐγάλετέ του τὴν ψυχήν, καὶ μὴν τὸν λυπηθῆτε.
Ὁ Ἁρματωλός.
Ἴσως δὲν ἔμεινεν ἐλπίς, πλέον τῆς σωτηρίας,
ἄφες μ’ ὀλίγον καὶ καιρόν, δός μοι τῆς μετανοίας.
Ὁ Διάβολος.
Κακόγερε, ἀκάθαρτε, ὁ ἐν κακοῖς γηράσας,
τῶρα ζητεῖς μετάνοιαν, εἰς τὰς χεῖράς μου φθάσας;
Ὁ Ἁρματωλός.
Λυπήσου με καὶ ἔφες με, κᾄν νὰ γλυκοφιλήσω,
τὰ τέκνα τὴν γυναῖκά μου, λόγον νὰ τοὺς μιλήσω.
Ὁ Διάβολος.
Μαχαῖρι βαστῶ δίστομον, καὶ ὅποιον κεντήσει,
δὲν ἠμπορεῖ, παρὰ εὐθὺς νὰ μὲ ἀκολουθήσῃ.
Ὁ Ἁρματωλός.
Νὰ δώσω ὁ ταλαίπωρος, ὅλο τὸ τίποτές μου,
νὰ ξαγοράσω τὴν ζωήν, μὲ ἀφίνεις εἰπές μου;
Ὁ Διάβολος.
Ξώρας ζητεῖς τὴν ξαγοράν, εἶχες καιρόν πλὴν τῶρα,
ἀπέταξε καὶ ἡ κακὴ σὲ ἔφθασεν ἡ ὥρα.
Ὁ Ἁρματωλός.
Ὁ τόπος δὲ ὁποῦ ἐσύ, νὰ πάγω μὲ βιάζεις,
εἰπέ μου ποῦ εὑρίσκεται, καὶ πῶς τὸν ὀνομάζεις;
Ὁ Διάβολος.
Παμφάγος ᾍδης λέγεται, καὶ εἶναι εἰς τὸν πάτον,
τῆς γῆς τὸν σκοτεινότατον, ὅλον ψυχαῖς γεμάτο.
Ὁ Ἁρματωλός.
Ῥάβδισε, κάψε, παίδευσε, βασάνισε καὶ κάμε,
σὲ μὲ ὅτι θέλεις ἐδώ, μόνον ἐκεῖ μὴ πᾶμε.
Ὁ Διάβολος.
Σῶμα χωρὶς ψυχὴ νὰ ζῆ, δύναται και τὸ ψάρι,
στὴν γῆν· παρὰ ὁ διάβολος, τὸν κακὸν νὰ μὴν πάρῃ.
Ὁ Ἁρματωλός.
Τί κάμνουν ὅσ’ εὑρίσκονται ἐκεῖ φανέρωσέ μου,
ἔχουν ποτὲ ἐλευθεριάν, ἤ ἄνεσιν κᾄν πές μου;
Ὁ Διάβολος.
Ὑπάρχουσιν ἐν τῇ φλογί, καίγονται αἰωνίως,
τυραννοῦνται ἀπὸ ἡμᾶς, χωρὶς σπλάγχνος τελείως.
Ὁ Ἁρματωλός.
Φωνάζω καὶ παρακαλῶ, Κύριε καὶ Θεέ μου,
ἐκ τῶν χειρῶν τοῦ δαίμονος, σῶσόν με Πλαστουργέ μου.
Ὁ Διάβολος.
Χάνεις τὸν κόπον ἄθλιε, καὶ σὺ εἶσαι δικός μου,
ἄν ἤθελες ἐγλύτωνες, ὅταν εἴσουν ἐν κόσμῳ.
Ὁ Ἁρματωλός.
Ψέματα τὰ βιβλία μας, θαῤῥοῦσα ὁ καημένος,
δὲν ἄκουα τί μ’ ἔλεγαν, καὶ εἶμαι κολασμένος.
Ὁ Διάβολος.
Ὤχ, ὤχ, ὅποιος σὰν ἐμὲ κάμει θέλει νὰ πάθῃ,
καὶ σὰν ἐμὲ καὶ νὰ ἔλθῃ, εἰς τοῦ ᾍδου τὰ βάθη.
(Καισαρίου Δαπόντε)