Όπως στον άνθρωπο υπάρχουν συνενωμένα δύο διαφορετικά στοιχεία, η άυλη ψυχή και το αισθητό ή υλικό σώμα, και όπως στην Εκκλησία υπάρχει η αόρατη αυτής πλευρά συνενωμένη με την ορατή ιστορική, έτσι και στα ιερά μυστήρια για να συσταθούν αυτά και να ενεργήσουν κανονικά χρειάζονται δύο απαραίτητα στοιχεία, το αισθητό και ορατό και το υπεραισθητό και το αόρατο.
Τα δύο αυτά στοιχεία παριστάνονται και με φιλοσοφικούς όρους, ως ύλη και είδος.
Το αισθητό μέρος των μυστηρίων εκφράζει η τυπική τελετουργία τους, αποτελείται δε από ευχές και πράξεις, οι οποίες υποπίπτουν στην εξωτερική αίσθηση του ανθρώπου ενώ υπεραισθητό μέρος είναι η θεία χάρη η πληρούσα τα μυστήρια, η χορηγηση της οποιας είναι μυστική και αθέατη, μη υποπίπτουσα στη φυσική αντίληψη του ανθρώπου.
Στην τέλεση του μυστηρίου του βαπτίσματος, λόγου χάρη, οι παριστάμενοι βλέπουν μεν τις κινήσεις και τις πράξεις του λειτουργού και ακούουν την ψαλμωδία και τις ευχές, χωρίς όμως να βλέπουν τη θεία χάρη, η οποία αγιάζει το ύδωρ και αναγεννά το βαπτιζόμενο.
Στο ζήτημα της σύνδεσης της θείας χάριτος με το αισθητό σημείο των μυστηρίων δεν υπάρχει ομοφωνία. Άλλοι πιστεύουν, ότι η αόρατη χάρη περιέχεται στο αισθητό μέρος του μυστηρίου και άλλοι, ότι το συνοδεύει.
Οι διακρίσεις βέβαια αυτές είναι λεπτολόγες, χωρίς καμία ιδιαίτερη σημασία. Αυτό που μετράει είναι η, ούτως ή άλλως, πραγματική μετάδοση της θείας χάριτος, η οποία όμως δεν είναι η ίδια σε όλα τα εκκλησιαστικά μυστήρια.
Έτσι διακρίνουμε χάρη δια της οποίας δικαιούται ο άνθρωπος (βάπτισμα, χρίσμα)· χάρη, δια της οποίας τρέφεται και ζωογονείται ο πιστός (ευχαριστία)· χάρη, δια της οποίας ανακτάται η χαμένη πνευματική και σωματική υγεία του ανθρώπου (μετάνοια – ευχέλαιο) και χάρη, δια της οποίας ο άνθρωπος καθίσταται ικανός ν’ αναλάβει ορισμένα καθήκοντα και να εισέλεθει σε ορισμένες σχέσεις (ιερωσύνη, γάμος).
Ολ’ αυτά φυσικά απορρέουν από την πάνσοφη αγαθότητα του Θεού, ο οποίος γνωρίζει άριστα τις ανάγκες των μελών της Εκκλησίας του.
Ανδρέου Θεοδώρου «Απαντήσεις σε ερωτήματα συμβολικά», εκδόσεις Αποστολική Διακονία, σελ. 209-210