[…] Αλλά και πάλιν, την νυχτερινήν εκείνην γαλήνην μας χαλούσε το γαύγισμα ενός σκυλιού, το οποίον ακατάπαυστα γαύγιζε όλη την νύκτα.
Ρωτήσαμε τους γείτονες τίνος είναι αυτό το άγριο σκυλί και μας είπαν ότι είναι του ψευτο-Βασίλη. Ψάξε τώρα να μάθης ποιος είναι ψευτο-Βασίλης!
Τελικά μάθαμε ότι ήταν καλόγηρος και μάλιστα ο Γέροντας του κελλιού του αγίου Κηρύκου. Το όνομά του ήταν μοναχός Βασίλειος. Κατόπιν, δεν γνωρίζω πώς, του κόλλησαν και το… επίθετο.
Άντε τώρα, τι θα γίνη με το σκυλί του ψευτο-Βασίλη; Πάλι τα παράπονα στον παππού [τον Γέροντα Αρσένιο τον Σπηλαιώτη συνασκητή του οσίου Ιωσήφ Ησυχαστή και Σπηλαιώτη].
Αλλά και ο παππούς, αρκετά ενοχλημένος, «αμάν πατέρες, μας χάλασε όλην την ησυχίαν· αλλά μην ανησυχήτε, κάτι θα γίνη».
Την άλλη νύκτα, παραδόξως, τσιμουδιά το σκυλί· περνά δεύτερη, τρίτη νύκτα, τίποτε. Τι έγινε το σκυλί; Μας φωνάζει ο παππούς και μας λέει: «Ευτυχώς ησυχάσαμε· παρακάλεσα την Παναγία μας και του βούλωσε το στόμα».
Έκτοτε με την θαυματουργικήν επέμβασιν του παππού, εγλυτώσαμε και από το σκυλί. Η περιέργεια μόνο έμεινε στο αφεντικό του. Ακούστηκε μια μέρα σ’ ένα κατάστημα των Καρυών ο γερο-Βασίλης (ψευτο-Βασίλης) να παραπονιέται, «ό,τι κι αν έπαθε αυτό το έρημο το σκυλί μου, βουβάθηκε».
Άλλο ένα δείγμα και αυτό της παρρησίας του παππού.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Μοναχού Ιωσήφ Διονυσιάτη, “Ο Γέρων Αρσένιος Σπηλαιώτης, (1886-1983), Συνασκητής Γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού”