Τότε που οι Τούρκοι ήταν εδώ, και ζούσαν από το πλιάτσικο, άρπαξε και φάει δηλαδή, έβαλαν στο μάτι ένα μοναστήρι του Αι-Γιάννη και αποφάσισαν να πάνε να το πάρουν. Είπαν μερικοί:

–Θα πάμε τη νύχτα να τους πιάσουμε στον ύπνο, να σκοτώσουμε τους καλογέρους.

–Σταθείτε, τους λέει ο πασάς. Θα τους κάνω εγώ να το παραδώσουν μέρα-καταμεσήμερο, και από μοναχοί τους.

Οι άλλοι παραξενεύτηκαν, αλλά αυτός είχε το σχέδιό του. Μια και δυό λοιπόν κίνησε να πάει να βρει τον ηγούμενο. Τον βρήκε που διάβαζε στο ηγουμενείο.

–Πέτα το βιβλίο πέρα, του λέει ο πασάς, άκουσε προσεκτικά και κάνε όπως θα σου πω. Αλλιώς, ήρθε η ώρα σας.

–Στις διαταγές σου, είπε ο ηγούμενος.

–Άκου. Σε εικοσιτέσσερες ώρες θα ‘χεις αδειάσει στο μοναστήρι και θα ‘χετε φύγει όλοι. Μας χρειάζεται και θα το πάρουμε. Αν δεν ακούσετε το λόγο μου, θα δείτε τη χαντζιάρα μου, και τίναξε το μαχαίρι από το ζωνάρι του, να σκιάξει τον καλόγερο.

–Δεν είναι δικό μας, λέει ο ηγούμενος.

–Τίνος είναι;

–Να, το αφεντικό είπε, κι έδειξε την εικόνα του Αι-Γιάννη. Αν σ’ αφήσει αυτός, πάρ’ το.

–Έχεις όρεξη για χωρατά, λέει ο πασάς, αλλά δε χωρατεύω. Όπως είπαμε και γρήγορα, εκτός αν…

–Εκτός αν…, λέει κι ο ηγούμενος.

–Εκτός αν…, παλιοκαλόγερε, μου λύσεις τέσσερα προβλήματα, που θα σου βάλω. Αν τα καταφέρεις, χάρισμά σας.

–Για πες τα, να τ’ ακούσω.

–Λοιπόν. Θα μου βρεις πόσο απέχει ο ουρανός από τη γη. Πόσο κοστίζω εγώ. Τι βάζω με το νου μου, και θα μου μάθετε και το σκύλο γράμματα.

–Θέλω μια διορία 10 μέρες, λέει ο ηγούμενος.

–Την έχεις, απαντάει ο πασάς.

Ο Τούρκος έφυγε κι ο ηγούμενος έπεσε σε βαριά συλλογή. Τα σκεφτόταν από δω, τα ‘φερνε από κει, δεν έβγαζε άκρη. Γύρισε κατά τον άγιο και είπε:

–Αφέντη, βγάλτα πέρα. Δικό σου είναι το μοναστήρι.

Το μεσημέρι στην τράπεζα ήταν πολύ βασανισμένος. Ούτε έφαγε, ούτε τίποτα.

–Τι έχεις, άγιε ηγούμενε, του είπαν οι καλόγεροι.

–Το και το, τους είπε. Τι θα κάνουμε; Σε δέκα μέρες ξανάρχεται και δε χωρατεύει.
Κανένας δεν είπε τίποτα. Μόνο ο Ιάκωβος, ο μάγειρας, τον πήρε παράμερα και του λέει:

–Άγιε ηγούμενε, μη φοβάσαι τίποτα. Μου δίνεις εμένα τη στολή σου, παραγγέλνεις να μας φέρει το σκύλο και τα υπόλοιπα άσ’ τα όλα πάνω μου.

Τι να ‘κανε κι ο ηγούμενος, μπλοκαρισμένος όπως ήταν απ’ όλες τις μεριές, παράγγειλε να φέρει το σκύλο. Τον πήρε ο Ιάκωβος και τον έδεσε σ’ ένα μέρος, χωρίς να του δίνει τίποτα να φάει.

–Τι έχεις κατά νου, του έλεγαν οι άλλοι. Θα ψοφήσει το σκυλί κι αλίμονό μας. Θα μας κρεμάσει όλους.

–Δεν είναι δική σας δουλειά, απάνταγε ο Ιάκωβος.

Στις δέκα μέρες, ήρθε κι ο πασάς. Ζήτησε κατευθείαν να δει το σκύλο του.

Μόλις τον είδε εκείνος, έκαμε το χαμό. Ήθελε να κόψει το λουρί, να πάει κοντά του.

–Γιατί αδυνάτισε τόσο το σκυλί μου; Θα το πληρώσετε, παλιογκιαούρηδες. Νηστικό τ’ αφήνατε;

–Πασά μου, λέει ο Ιάκωβος. Τόσα γράμματα έμαθε και δύσκολα γράμματα, πώς να μην αδυνατίσει; Δεν διάβασες εσύ ποτέ πασά μου;

–Έμαθε να διαβάζει;

–Θα το δεις και μόνος σου, πασά μου.

Τότε ο Ιάκωβος πήρε ένα βιβλίο, που ανάμεσά του είχε βάλει ψίχουλα, και το άφησε μπροστά στο σκύλο. Το ζώο, όπως ήταν κατανηστικό, μύρισε το ψωμί και όρμησε στο βιβλίο. Με τη γλώσσα του γύριζε τις σελίδες και άου-άου-άου κάνοντας, μάζευε τα ψίχουλα και πήγαινε παρακάτω. Άου-άου-άου και δώσ’ του να γυρίζει άλλη σελίδα, ώσπου το ‘φτασε το βιβλίο στο τέλος.

–Τι γλώσσα το μάθατε; ρώτησε ο πασάς. Δεν καταλαβαίνω.

–Αρχαία ελληνικά, πασά μου, εγώ τούρκικα δεν ήξερα. Ξέρεις εσύ αρχαία ελληνικά;

Ο πασάς δεν ήξερε, ούτε αρχαία, ούτε καθόλου γράμματα. Δεν είχε τι να ειπεί, και το ‘χαψε.

–Τα υπόλοιπα προβλήματα τα ‘λυσες, λέει στον ηγούμενο.

–Λέω πως τα ‘λυσα πασά μου.

–Εμπρός, πόσο απέχει ο ουρανός απ΄ τη γη;

Ο Ιάκωβος είχε γεμίσει ένα τσουβάλι κουβάρια και του λέει:

–Πασά μου, όσο είναι αυτά τα κουβάρια.

–Και πού το ξέρεις; Το μέτρησες;

–Εγώ το μέτρησα. Αν εσύ δεν το πιστεύεις, φέρε το δικό σου μέτρο, ή πιάσε την άκρη από αυτά και πήγαινε μπροστά κι όπου μας βγάλει.

–Καλά, καλά, λέει θυμωμένος. Πες μου πόσο αξίζω εγώ;

–Βέβαια, εσύ είσαι πασάς άνθρωπος κι έχεις αξία, δεν είσαι σαν εμάς τους μαγκούφηδες.

Αξίζεις πολλά βέβαια, αλλά πόσο να σε βάλω, έλεγε ο Ιάκωβος κι έξυνε το κεφάλι του, με το χέρι του. Σε … βάζω γύρω στα εικοσιέξι, μπα λίγο παραπάνω…, γύρω στα εικοσιεπτά αργύρια.

–Τι, εγώ, πασάς άνθρωπος, μόνο εικοσιεπτά αργύρια; Θα σε κρεμάσω παλιογκιαούρη.

–Πασά μου, τριάντα πουλήθηκε ο Χριστός μας. Ακριβότερα θα σε βάλουμε εσένα; Παραπάνω απ’ το Χριστό δεν σε κάνω. Κόψε μου το κεφάλι.

Ο πασάς αφού τον έβαλε λίγο πιο κάτω από το Χριστό, σαν καλά του ήρθε. Κατάλαβε ότι τον υπολογίζει.

–Λέγε, τι βάζω με το νου μου, είπε πεισματωμένος.

–Πότε, τώρα που κουβεντιάζουμε;

–Εμ πότε, χτες;

–Πασά μου, εσύ τώρα που κουβεντιάζουμε, λες ότι μιλάς με τον ηγούμενο. Εγώ όμως είμαι ο Ιάκωβος, ο μάγειρας.

Τότε ο πασάς ντροπιασμένος είπε:

–Χάρισμά σας το μοναστήρι, παλιοκαλόγεροι, γιατί είμαι μπεσαλής. Μα άλλη φορά κουβέντα με γκιαούρη δεν πιάνω.

Ε.Κ.
Από το Περιοδικό “Η Δράση μας”, Τεύχος Μαρτίου 2012

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ