Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχε ένα νησί στο οποίο ζούσαν όλα τα συναισθήματα. Εκεί ζούσαν η Ευτυχία, η Λύπη, η Γνώση, η Αγάπη και όλα τα άλλα συναισθήματα.
Μια μέρα έμαθαν ότι το νησί τους θα βούλιαζε και έτσι όλοι επισκεύασαν τις βάρκες τους και άρχισαν να φεύγουν.
Η Αγάπη ήταν η μόνη που έμεινε πίσω. Ήθελε να αντέξει μέχρι την τελευταία στιγμή. Όταν όμως το νησί άρχισε να βυθίζεται, η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια.
Βλέπει τον Πλούτο που περνούσε με μια λαμπερή θαλαμηγό.
Η Αγάπη τον ρωτάει:
– Πλούτε, μπορείς να με πάρεις μαζί σου;.
– Όχι δεν μπορώ, απάντησε ο Πλούτος, έχω ασήμι και χρυσάφι στο σκάφος μου και δεν υπάρχει χώρος για σένα.
Τότε η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από την Αλαζονεία που επίσης περνούσε από μπροστά της σε ένα πανέμορφο σκάφος.
– Σε παρακαλώ, βοήθησέ με, είπε η Αγάπη.
– Δεν μπορώ να σε βοηθήσω Αγάπη. Είσαι μούσκεμα και θα χαλάσεις το όμορφο σκάφος μου, της απάντησε η Αλαζονεία.
Η Λύπη ήταν πιο πέρα και έτσι η Αγάπη αποφάσισε να ζητήσει βοήθεια από αυτή.
– Λύπη, άφησέ με να έρθω μαζί σου.
– Ω! Αγάπη, είμαι τόσο λυπημένη που θέλω να μείνω μόνη μου, είπε η Λύπη.
Η Ευτυχία πέρασε από μπροστά από την Αγάπη, αλλά και αυτή δεν της έδωσε σημασία.
Ήταν τόσο ευτυχισμένη, που ούτε καν άκουσε την Αγάπη να ζητά βοήθεια.
Ξαφνικά, ακούστηκε μια φωνή:
– Αγάπη, έλα προς τα εδώ! Θα σε πάρω εγώ μαζί μου!.
Ήταν ένας πολύ ηλικιωμένος κύριος που η Αγάπη δεν γνώριζε αλλά ήταν γεμάτη από τέτοια ευγνωμοσύνη που ξέχασε να ρωτήσει το όνομά του. Όταν έφτασαν στην στεριά ο κύριος έφυγε και πήγε στο δρόμο του.
Η Αγάπη γνωρίζοντας πόσα χρωστούσε στον κύριο που τη βοήθησε, ρώτησε την Γνώση:
– Γνώση, ποιός με βοήθησε;
– Ο Χρόνος, της απάντησε η Γνώση.
– Ο Χρόνος; Γιατί με βοήθησε ο Χρόνος; ρώτησε η Αγάπη.
Τότε η Γνώση χαμογέλασε και με βαθιά σοφία της είπε:
– Μόνο ο Χρόνος μπορεί να καταλάβει πόσο μεγάλη σημασία έχει η Αγάπη.