Πέρασε καὶ ἡ σημερινὴ μέρα. Ἐπιστρέψαμε στὰ σπίτια μας μὲ τὸν κόπο τῆς ἐργασίας μας, τὶς ἐντυπώσεις, τὶς ἐμπειρίες καὶ τὰ γεγονότα ποὺ ζήσαμε. Ποικίλα συναισθήματα κατακλύζουν τὸ ἐσωτερικό μας: ἀγωνία, φόβος, ἔνταση, ἀγανάκτηση, λύπη, χαρά, γαλήνη, ἀνάλογα μὲ ὅ,τι ζήσαμε στὴ διάρκεια τῆς μέρας.
Δικαιολογεῖται νὰ ξαποστάσουμε γιὰ λίγο. Νὰ συναντηθοῦμε μὲ τὰ προσφιλὴ πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων ποὺ μᾶς περιβάλλουν, νὰ συζητήσουμε, νὰ ἀνταλλάξουμε τὶς σκέψεις μας, νὰ μάθουμε τὰ νέα τους, νὰ δοῦμε τὰ πρόσωπά τους.
Μὴ σπεύδουμε ν’ ἀπομονωθοῦμε στὴν παρακολούθηση τῶν γεγονότων τῆς ἡμέρας ἀπὸ τὶς ἐφημερίδες, τὴν τηλεόραση, τὸ Διαδίκτυο. Αὐτὴ ἡ ὀμορφιὰ τῆς ἐπικοινωνίας ξεκουράζει πραγματικὰ καὶ ἀνανεώνει ὅλους. Μὴν τὴ στεροῦμε ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας καὶ τοὺς ἄλλους, ποὺ τὴ θέλουν καὶ τὴν ἔχουν ἀνάγκη.
Κατόπιν ἕνας ἀπολογισμὸς τῆς ἡμέρας, μιὰ ἐξέταση τοῦ ἑαυτοῦ μας, εἶναι ἀπαραίτητα γιὰ τὴ συνέχιση τῆς πορείας μας. Ἡ μέρα μᾶς ἔδωσε εὐκαιρίες γιὰ πρόοδο, γιὰ μετάνοια. Πῶς τὶς ἐκμεταλλευτήκαμε;
Ἔγιναν ὅλα σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ; Πῶς προχώρησε ὁ ἀγώνας μας; Νὰ ἐξετάσουμε τὶς σκέψεις μας, τὶς ἐπιθυμίες μας, τὰ θελήματά μας. Τὴ συμπεριφορά μας πρὸς τοὺς ἄλλους, τὴ διαγωγή μας, τὶς ἐλλείψεις μας, ἀλλὰ καὶ τί μπορούσαμε νὰ κάνουμε καὶ δὲν τὸ κάναμε. Αὐτὴ ἡ αὐτοεξέταση μᾶς βοηθᾶ νὰ διορθωνόμαστε καὶ νὰ προοδεύουμε συνεχῶς.
Καθὼς ὅμως φθάσαμε στὸ τέλος καὶ αὐτῆς τῆς μέρας, αἰσθανόμαστε τὴν ἀνάγκη νὰ μιλήσουμε σ’ Ἐκεῖνον ποὺ σιωπηλά, διακριτικά, στοργικὰ παρακολουθοῦσε τὸ κάθε μας βῆμα καὶ σήμερα. Νὰ ἐπικοινωνήσουμε μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα μας, τὸν ἅγιο Θεό. Ἔχουμε πολλὰ νὰ Τοῦ ποῦμε…
Στὸ πνευματικὸ βιβλίο «Ὁ προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου» ὁ π. Εὐσέβιος Ματθόπουλος συνιστᾶ: «Πρὶν πέσεις νὰ κοιμηθεῖς, νὰ θεωρεῖς ὡς καθῆκον σου ἀπαραίτητο νὰ προσευχηθεῖς, δοξάζοντας καὶ εὐχαριστώντας τὸν Θεό, γιατί μὲ τὴν ἀγαθοσύνη Του καὶ μακροθυμία Του σὲ διατήρησε στὴ ζωὴ μέχρι ἐκείνη τὴν ὥρα…» (σελ. 529).
Ἐπιθυμοῦμε νὰ δοξολογήσουμε Ἐκεῖνον γιὰ τὶς πλούσιες δωρεές Του ποὺ δεχθήκαμε. Γιὰ τὰ ἀγαθά Του ποὺ ἄφθονα ἀπολαύσαμε, ὑλικὰ καὶ πνευματικά. Ἐκεῖνον θὰ εὐχαριστήσουμε γιὰ τὸ δῶρο τῆς ζωῆς, τῆς ὑγείας ποὺ μᾶς χάρισε, γιὰ τὴν οἰκογένεια, γιὰ τὴν ἐργασία, ἀκόμη καὶ γιὰ τὴ δυσκολία ποὺ συναντήσαμε, τὸν πειρασμὸ ποὺ ξεπεράσαμε.
Μᾶς φώτισε στὴν ὥρα τοῦ σκοτασμοῦ τοῦ νοῦ, μᾶς στήριξε στὴν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ, μᾶς παρηγόρησε στὴ δοκιμασία καὶ σήκωσε μαζί μας τὸν δικό μας σταυρό.
Ἀναζητᾶ ἡ ψυχή μας τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ στὴν ἡμέρα καὶ τὴ βρίσκει παντοῦ καὶ συνεχίζει νὰ ἐκφράζει τὴν εὐγνωμοσύνη της, διότι μᾶς διαφύλαξε ἀπὸ σωματικοὺς καὶ ψυχικοὺς κινδύνους, μᾶς εὐεργέτησε μὲ ποικίλους τρόπους.
Ἡ προσευχή μας ὅμως ἐκφράζει καὶ ἱκεσίες, παρακλήσεις πρὸς τὸν Κύριο καὶ Θεό μας. Ἄλλωστε Ἐκεῖνος μᾶς προέτρεψε, «αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται» (Ματθ. ζ΄ 7). Τὸν παρακαλοῦμε γιὰ τὶς σωματικὲς καὶ πνευματικές μας ἀνάγκες, Ἐκεῖνον ποὺ μπορεῖ νὰ μᾶς τὶς καλύψει.
Μὴ μᾶς στερήσει «τῶν ἀγαθῶν τῆς ἐπουρανίου Του βασιλείας», ἀλλὰ οὔτε τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ἐπιβίωσή μας. Ὅλα τὰ ζητοῦμε ἀπὸ Ἐκεῖνον, διότι μόνο Αὐτὸς μπορεῖ νὰ μᾶς τὰ προσφέρει, ἀρκεῖ νὰ τὸ πιστεύουμε καὶ νὰ ἐπιμένουμε στὴν προσευχή.
Ὅμως στὴ βραδινὴ ἐπικοινωνία μας μὲ τὸν Θεὸ δὲν παραλείπουμε ν’ ἀναφέρουμε καὶ τὰ λάθη ποὺ κάναμε στὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας, τὶς ἀδυναμίες τοῦ ἑαυτοῦ μας ποὺ δὲν συγκρατήσαμε, τὶς ἁμαρτίες ποὺ διαπράξαμε.
Ἔργα καὶ λόγια ποὺ πλήγωσαν, ἀδίκησαν, πίκραναν. Αἰσθανόμαστε τὴν ἐνοχή μας καὶ μὲ ταπεινωμένη ψυχὴ καὶ συντριβὴ καρδίας ζητοῦμε τὴ συγχώρηση. Παλέψαμε στὸ στίβο, ἴσως μᾶς πλήγωσαν «τὰ πεπυρωμένα βέλη τοῦ πονηροῦ», γι’ αὐτὸ καταφεύγουμε στὸν φιλάνθρωπο Κύριο καὶ ζητοῦμε τὸ ἄπειρο ἔλεός Του.
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς παροτρύνει σχετικά: «Ὅπως ἀκριβῶς τὸ σῶμα καθαρίζεται μὲ τὸ νερό, ἔτσι καὶ ἡ ψυχὴ καθαρίζεται μὲ τὴν προσευχή. Πολλὰ εἴδη κακίας ὑπάρχουν στὴν ψυχή. Αὐτὰ ἂς τὰ ἀπομακρύνουμε μὲ τὴν προσευχή μας» (Ὁμιλία εἰς τὸν Ε΄ Ψαλμόν, ΕΠΕ 5, 217).
Έτσι τελειώνει μιὰ ἀκόμη μέρα ποὺ μᾶς φέρνει ὅλο καὶ πιὸ κοντὰ στὸ τέλος τῆς ζωῆς μας. Ἂς τὸ σκεφτόμαστε καὶ ἂς ἀγωνιζόμαστε νὰ τὴ ζοῦμε ὅσο γίνεται πιὸ θεάρεστα. Γιὰ νὰ μᾶς βρίσκει τὸ τέλος τῆς κάθε μέρας μας μὲ τὴ συνείδησή μας ἤρεμη πὼς προσπαθήσαμε νὰ πράξουμε αὐτὸ ποὺ μπορούσαμε, πὼς ἀγωνισθήκαμε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Καὶ τώρα μὲ εἰρήνη ψυχῆς θὰ κατακλιθοῦμε, γιὰ ν’ ἀντλήσουμε δυνάμεις γιὰ τὴν ἑπόμενη μέρα, τὴν ἑπόμενη μάχη, «τὸν ὑπόλοιπον χρόνον τῆς ζωῆς ἡμῶν».