Μας αφηγείται ο Γέροντας Δανιήλ Κατουνακιώτης: Στην Αλεξανδρούπολη, στην κεντρική λεωφόρο, βάδιζε μια οικογένεια, οι γονείς και το παιδί τους τεσσάρων ετών.
Κάποια στιγμή που χρειάσθηκε να τη διασχίσουν -από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο- το παιδάκι ξέφυγε από το χέρι τους και προπορεύθηκε. Δεν άργησε να γίνει το κακό. Ενα αυτοκίνητο το πήρε στις ρόδες…
Οι γονείς έντρομοι, δίχως να έχουν προλάβει να δουν το αυτοκίνητο λόγω της ταχύτητός του, πίστεψαν προς στιγμήν ότι το παιδί θα ανεσύρετο λιώμα από τους τροχούς. Ο οδηγός, σαστισμένος κι αυτός, κοκάλωσε το αυτοκίνητο, κάνοντας τα λάστιχα να ουρλιάξουν στην άσφαλτο.
Τις πρώτες στιγμές της φρικτής αγωνίας διαδέχθηκαν στιγμές ευφροσύνης, καθώς το παιδί σηκώθηκε μόνο του από τους τροχούς και κατευθύνθηκε προς τους γονείς του, οι οποίοι σταυροκοπιόνταν όπως και οι επιβάτες των διερχομένων αυτοκινήτων που είχαν εν τω μεταξύ σταματήσει. Οι γονείς «φόρτωσαν» αμέσως μ’ ερωτήσεις το παιδί, αν πονάει, αν είναι κτυπημένο κ.λπ.
Κοιτάζοντάς τους εκείνο κατάματα, τους είπε ότι εκείνη την ώρα το πήρε στην αγκαλιά του ένας παππούλης και δεν το άφησε να κτυπήσει! «Θαύμα! Θαύμα!» φώναξαν πολλοί κι έκαναν μ’ ευλάβεια το σημείο του σταυρού.
Ο καλός πατέρας πήρε το παιδί και το έφερε στο Αγιον Ορος ν’ αποτίσουν φόρον ευγνωμοσύνης στην Παναγία που το γλίτωσε. Το πήγε από μοναστήρι σε μοναστήρι, από κελλί σε κελλί, το γύριζε αρκετές ημέρες. Οταν έφτασαν σ’ ένα ασκητήριο, το παιδάκι άρχισε να κλαίει και να γελάει βλέποντας τον Γέροντα εκεί.
«Μπαμπά», φώναζε χαρούμενο κτυπώντας τα χεράκια του, «αυτός είναι ο παππούλης που με πήρε στην αγκαλιά του και δεν έπαθα κακό!» Αποσβολωμένος ο πατέρας, έσκυψε με λαχτάρα και φίλησε το χέρι του ασκητού, ο οποίος ξαφνιάσθηκε. Με δάκρυα τον ρώτησε:
– Γέροντα, πες μου τι προσευχή και τι διακόνημα ακριβώς κάνεις;
– Εγώ τίποτε, παιδί μου. Ενας ράθυμος και οκνός είμαι. Ο Θεός να μ’ ελεήσει!
– Γέροντα, για τον Θεό, πες μου γιατί σ’ αυτό το παιδί έχει γίνει θαύμα μεγάλο. Θέλω να μάθω γιατί λέει ότι εσύ το πήρες στην αγκαλιά σου τη στιγμή που οι ρόδες ενός αυτοκινήτου πέρασαν από πάνω του! Πες μου, Γέροντα. Κάνε αγάπη και πες μου, σε παρακαλώ.
– Παιδί μου, αφού είν’ έτσι, θα σου πω, αλλά όσο ζω δεν θέλω να το μάθει κανείς. Μετά την κοίμησή μου πες το, δίχως όμως ν’ αποκαλύψεις τ’ όνομά μου και τούτο το μέρος όπου με βρήκες.
Ας το μάθει ανώνυμα ο κόσμος, για να δοξάζει τον Κύριον ο οποίος μας εδίδαξε την προσευχή που έχει μεγάλη δύναμη.
Εγώ λοιπόν με τη χάρη του Θεού έχω αφιερώσει δύο ώρες καθημερινώς στην προσευχή μετά δακρύων για τους οδηγούς τροχοφόρων, για τους επιβαίνοντες, αλλά και τους πεζούς που βαδίζουν εις την άσφαλτο! Κάνω τη συγκεκριμένη προσευχή, αδελφέ μου, αυτές τις δύο ώρες…
Ηταν ο χρόνος κατά τον οποίον έγινε το ατύχημα! Είδατε, αγαπητέ μου κ. Μελινέ, τη δύναμη της προσευχής πώς εσκέπασε το παιδάκι από τόσα χιλιόμετρα μακριά… Ο αββάς Ισαάκ λέγει χαρακτηριστικά: «Προσευχή ταπεινού, νεφέλαις διήλθεν»! Δηλαδή η προσευχή του οιουδήποτε ταπεινού ανθρώπου τρυπάει τα σύννεφα και φθάνει στον θρόνο του Θεού. Γι’ αυτό λοιπόν όλοι μας, με τη δύναμη της προσευχής, μπορούμε να κάνουμε πολλά θαύματα! Ομως τι μας κρατά και δεν κάνουμε προσευχή; Η βιοτική μέριμνα· έχουμε δοθεί πολύ σ’ αυτήν.
– Αγαπητοί μου αδελφοί, αργά δεν είναι. Ας κάνουμε λίγο κράτει σε όλα, για ν’ αφήσουμε χρόνο για τη φροντίδα της ψυχής μας. Διότι, όπως βλέπουμε, βαδίζουμε προς δύσκολους καιρούς…
Πρέπει να πάρουμε δύναμη για ν’ αντιμετωπίσουμε τις αντίξοες καταστάσεις που θα έλθουν. Τη δύναμη αυτή θα μας τη δώσει μόνον ο πανάγαθος Θεός. Ας τη ζητήσουμε με θερμή προσευχή. Ενθυμείσθε που προηγουμένως κάναμε λόγο για την ισχυρά νοερά προσευχή του αγίου Μαξίμου του Καυσοκαλύβη, του αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου κ.ά. Προσπαθήσαμε ν’ αρθρώσουμε λόγο γενικότερα περί της νοεράς προσευχής.
Πρέπει ασφαλώς να τονίσουμε ότι χρειάζεται μεγάλη προσοχή και στην απλούστερη ακόμη μορφή προσευχής, διότι ανά πάσαν στιγμήν και παντού ελλοχεύει ο εκ δεξιών πειρασμός για να μας πλήξει.
Αναφερθήκαμε ήδη στη δεξιά πλάνη, στον εκ δεξιών πειρασμό. Ας δούμε τώρα παραστατικά κάποια από τις εκφράσεις του:
Κάποτε, αδελφός της Μονής Ξενοφώντος έπεσε σε πλάνη, πιστεύοντας ότι η προσευχή του είχε τόσο μεγάλη δύναμη, που κυριολεκτικά προκαλούσε σεισμό! Κάποιο βράδυ, καθώς προσευχόταν στο κελλί του, άκουσε την κλειδαριά να τρίζει.
Αμέσως είπε: «Διάβολε, δεν πρόκειται να με πτοήσεις! Εγώ θα συνεχίσω απρόσκοπτα την προσευχή μου, η οποία, ως φαίνεται, σε καίει, γι’ αυτό αντιδράς!»
Δυστυχώς ο μοναχός έπεσε στο θανάσιμο αμάρτημα του εγωισμού και μάλιστα της δεξιάς πλάνης. Πατώντας στο πλατύσκαλο του εγωισμού, ο Σατανάς τού υπέβαλε τον λογισμόν ότι η προσευχή του είν’ ευπρόσδεκτη από τον Θεό, γι’ αυτό και συνταράσσει.
Οταν λοιπόν έκανε κομποσχοίνι ο μοναχός, ο διάβολος προκαλούσε τοπική σεισμική δόνηση μόνο στον συγκεκριμένο χώρο, με αποτέλεσμα ν’ αυξάνεται η έπαρση του προσευχόμενου μοναχού.
Το πρώτο κιόλας βράδυ που πήγε στο καθολικό για την ακολουθία, μόλις άρχισε με το κομποσχοίνι του να λέει την ευχή, συνταράχθηκε ο ναός! Οι πατέρες τα έχασαν. Ομως σιγά σιγά τα πράγματα άρχισαν να ξεκαθαρίζουν.
Ο ηγούμενος του μοναστηριού -έμπειρος Γέροντας- κατάλαβε αμέσως τη φοβερή πλάνη και σκέφθηκε να στείλει τον ταλαίπωρο μοναχό εδώ στα Κατουνάκια, για να τον απαλλάξει από την πλάνη του ο Γέροντάς μας -ιδρυτής της αδελφότητος και του ησυχαστηρίου μας- Δανιήλ.
Ξεκίνησαν λοιπόν από την Ξενοφώντος με τα πόδια -μια και τότε δεν υπήρχαν συγκοινωνίες-, για να φθάσουν εδώ στην έρημον, ο πλανεμένος μοναχός κι ο εντεταλμένος από τον ηγούμενο συνοδός του.
Βραδιάστηκαν στη Μονή Σίμωνος Πέτρας, όπου και κατέλυσαν. Μόλις σήμαναν τα τάλαντα και οι καμπάνες τη νύχτα, σηκώθηκε ο πλανεμένος αδελφός και ο συμμοναστής του να πάνε στην ακολουθία. Καθώς πήγαιναν προς το καθολικό, ο συνοδός τού είπε:
– Κοίταξε μην κάνεις κομποσχοίνι μέσα στον ναό κι αρχίσουν να τρέμουν οι τοίχοι και φοβηθούν οι πατέρες εδώ πάνω στον πελώριο βράχο…
– Οχι, δεν θα κάνω, αδελφέ· ευλογημένο.
Αφού προσκύνησαν λοιπόν, κάθισαν στα στασίδια κι ο πλανεμένος αδελφός έβγαλε ασυναίσθητα το κομποσχοινάκι του κι άρχισε να λέει την ευχή. Αμέσως σείστηκε όλη η εκκλησία! «Πατέρες, τι συμβαίνει;» έλεγε ο ένας στον άλλο κι έκαναν τον σταυρό τους οι Σιμωνοπετρίτες μοναχοί. Ο συνοδός τούς εξήγησε τι συνέβαινε.
Εν τω μεταξύ, ξημέρωσε ο Θεός την ημέρα. Υστερ’ από αρκετή πορεία, έφθασαν εδώ στον Γέροντά μας Δανιήλ. Τον συνάντησαν στο αγιογραφείο. Φίλησαν το χέρι του και ο συνοδός εξήγησε τον σκοπόν της επισκέψεώς τους. Ο Γέροντας εζήτησε από τον μοναχό να πει την ευχή. Μόλις ο ταλαίπωρος άρχισε, σείστηκαν οι τοίχοι.
Τον πήρε αμέσως ο Γέρων Δανιήλ στον ναό και του ζήτησε να εξαγορευθεί τους λογισμούς του. Ετσι του απεκάλυψε τη φοβερή δεξιά πλάνη.
Αφού τον νουθέτησε, του συνέστησε να εξομολογηθεί στον Γέροντά του, μεταφέροντάς του συγχρόνως και τι του είπε ο Γέρων Δανιήλ. Ετσι λοιπόν, αφού ο παππούς μας τον τακτοποίησε πνευματικά, του είπε: «Τώρα πες την ευχή».
Ο μέχρι πρότινος πλανεμένος μοναχός είπε: «Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, ελέησόν με τον αμαρτωλό». Και για πρώτη φορά δεν συνέβη τίποτε περίεργο, ούτε σεισμός ούτε τριξίματα, τίποτε!
Κάθε στιγμή καραδοκεί ο διάβολος να μας πλήξει με τη δεξιά πλάνη, γι’ αυτό πρέπει να προσευχόμαστε όπως ο τελώνης. Να είμαστε πάντοτε προσεκτικοί. Οπου υπάρχει «απρόσεκτη» προσευχή, υπάρχει και πειρασμός.
Ο διάβολος καίγεται από την ταπεινή προσευχή. Η προσευχή σημαίνει έλλειψη, απουσία διαβόλου!
Μανώλης Μελινός
Θεολόγος, συγγραφέας, διευθυντής Βιβλιοθήκης της Ι. Συνόδου