O Γέρων Χρυσόστομος ήταν εφημέριος στον Καρέα περί το 1960, εκλήθη στο γραφείο της Αρχιεπισκοπής και του δόθηκε η εντολή να τελέση τον γάμο σε ένα ζευγάρι που είχαν κώλυμμα γάμου σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες.

Σύμφωνα με την εκμυστήρευση του Γέροντα, είχαν βαθμό συγγενείας (πρώτα εξαδέλφια). Ο π. Χρυσόστομος ήταν ζηλωτής των πατρικών παραδόσεων. Αρνήθηκε με ευγένεια, όχι ελεγκτικά αλλά αρνήθηκε.

Δέχθηκε πολλαπλές πιέσεις. «Τι σε νοιάζει εσένα;» του έλεγαν, «αυτός που σε διατάζει έχει την ευθύνη» κλπ. Εκείνος σταθερός στην άρνησή του. Τότε τον έθεσαν σε αργία οικονομική, δηλαδή επιτρεπόταν να λειτουργή μόνο, όχι να τελή Μυστήρια κλπ., αλλά του έκοψαν τον μισθό από το 1960 μέχρι το 1984.

Τώρα αρχίζει το μαρτύριο της πείνας, της ζητιανιάς και της πικρίας για την μητριά Εκκλησία. Αυτός ο χρυσός άνθρωπος φιλοξενιόταν εδώ και εκεί, λειτουργούσε όταν του το επέτρεπαν και ζούσε από τα τρισάγια που έκαναν στα Κοιμητήρια οι πτωχοί αδελφοί του Χριστού.

Έτσι τον γνώρισαν όλοι, πτωχό, καθαρό, άρχοντα, ευθυτενή, λευκογένειο, με την τεράστια ομπρέλλα του καλοκαίρι-χειμώνα, γιατί ήταν παλλευκός και τον επείραζε το φως. Ας σημειωθή ότι δεν κρεοφαγούσε και, ενώ πενόταν, δεν ζητούσε, αρκούμενος σε ό,τι ο Θεός θα έστελνε με τον φωτισμό του σε κάποιον αδελφό.

Ήταν Μ. Τετάρτη, μια χρονιά που ήταν ακόμη άμισθος. Γύριζε από το Κοιμητήριο.

Κατηφόριζε για το εκκλησάκι στον Καρέα. Ήταν μεσημέρι, είχε δροσιά, Άνοιξη. Δρασκέλιζε με μεγάλα βήματα με τα τρύπια άρβηλα τον μόνο ασφαλτόδρομο που ένωνε το Κοιμητήριο με την εκκλησία.

Τότε άκουσε μια βαρειά βλασφημία για τον Χριστό από ένα θαμώνα του καφενείου. Πλησίασε στο καφενείο, τον έδειξε, του είπε, «έλα έξω» και με την ανάστροφη της δεξιάς του του έδωσε μία, τόσο δυνατή, που τον ξάπλωσε φαρδύ-πλατύ κάτω και ο άνθρωπος έχασε τις αισθήσεις του.

Γύρισε χωρίς καν να τον κοιτάξη, τίναξε τα ρούχα του και συνέχισε τον δρόμο του χωρίς να τον νοιάξη. Οι άνθρωποι τον κοίταζαν αποσβολωμένοι και άκουγε πίσω του την φασαρία, αλλά αυτός προχωρούσε και δεν τον ένοιαζε τίποτε.

Φτάνει στον ναό, πάντοτε με την είσοδο έπαιρνε κερί από το παγκάρι, προσκυνούσε τις εικόνες και άναβε δύο κεριά, ένα για τους ζώντες και ένα για τους κεκοιμημένους.

Προσκύνησε τις Βασιλικές εικόνες του τέμπλου και, μόλις σκύβει στον Χριστό, άκουσε στην καρδία του μια φωνή πραεία να τον μαλώνη. «Εγώ υπομένω σήμερα τα πάντα, Χρυσόστομε, και εσύ σχεδόν τον σκότωσες τον άνθρωπο».

Τότε συγκλονίστηκε, κατάλαβε τι είχε κάνει, γυρνάει πίσω να βρη τον άνθρωπο να του ζητήση συγγνώμη. Τίποτε, το καφενείο κλειστό, όλοι άφαντοι.

Γυρίζει πάλι πίσω. Μπαίνει στο Ιερό, σφαλίζει τις θύρες και κλαίει ώρες, αλλά καμμία παρηγοριά. Το απόγευμα πάει στον Πνευματικό, εξομολογείται, αλλά πέτρα η καρδιά του. Ακούει μέσα του το Πνεύμα το Άγιο λυπημένο να του λέη: «Κάϊν, Κάϊν, που είναι ο αδελφός σου;».

Γυρνά πάλι στην Εκκλησία. Που να τολμήση να φορέση το πετραχήλι του για την Ακολουθία! Ο λαός συνάζεται, ο ψάλτης αδημονεί και αυτός γονατιστός κλαίγοντας μπροστά στην αγία Τράπεζα παρακαλά για συγχώρεση.

Και τότε γίνεται το αναπάντεχο. Ο Σταυρός του Χριστού, που τον είχε βγάλει για να τον καθαρίση και τον είχε ακουμπήσει στον τοίχο, γλίστρησε και πέφτει με πάταγο. Το χερι του Χριστού και το ξύλο του Σταυρού έπεσε με δύναμη πάνω στο κεφάλι του και το άνοιξε, τρέχαν τα αίματα.

Και τότε άκουσε πραεία τη φωνή στην καρδία του, «τα αίματα είναι ο κανόνας σου, σήκω φόρεσε το πετραχήλι σου και πρόσεχε σεαυτώ». Και έβαλε «Ευλογητός» ο χαρίεις αυτός άνθρωπος ο θεοδίδακτος.

Πηγή: Θεοδοσίου ιερέως, «Ο Γέρων Χρυσόστομος ο Σταυρονικητιανός». Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», 2017, σελ 199-201.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ