Ο κυρ Στέλιος πάντα ήταν αυτό που λέμε ο κλασικός άντρας παλιάς κοπής.

Ίσως πιο λαϊκά κάποιος θα τον έλεγε βαρύμαγκα. Όχι από τους δήθεν με τα πολλά λόγια και τις λίγες πράξεις.

Αντιθέτως πολύ δεν μιλούσε, αλλά όταν μιλούσε θα τα έλεγε για τα καλά.

Μεγαλωμένος στην φτώχια και στα βάσανα, είχε καταφέρει να βγάλει μόνο ένα Δημοτικό και αυτό με το ζόρι, ότι κατάφερε στη ζωή του ήταν με τα χέρια του.

Σιδεράς και μάλιστα από τους καλύτερους. Χρόνια στην πιάτσα. Τα χέρια του πρόδιδαν εξάλλου τους κόπους της δουλειάς. Τραχιά και σκληρά γεμάτα σημάδια. Αλλά έτσι επιβίωσε.

Παντρεύτηκε την Αλέκα σχετικά μεγάλος για τα δεδομένα της εποχής και απέκτησε μαζί της δύο κόρες που πλέον τους χάρισαν δύο εγγόνια, τριών χρόνων ήταν το μεγαλύτερο εγγονάκι τους.

Γλυκό σύζυγο δεν θα τον έλεγες με την έννοια του ρομαντισμού αλλά ποτέ δεν έλειψε τίποτα από κανέναν τους. Αγαπούσε την γυναίκα του και τα παιδιά του και ας μην το έδειχνε με αγκαλιές η με μεγάλα λόγια. Ποτέ δεν ήταν καλός στα λόγια άλλωστε.

Πλέον μετά την συνταξιοδότηση του περνούσε την μέρα του κυρίως στο σπίτι με την Αλέκα και λίγες ώρες στο καφενείο παίζοντας κάνα χαρτάκι με τους συνομηλίκους του.

Δεν είχε μάθει το καθισιό ο Κυρ Στέλιος, τον έτρωγαν τα χέρια του και η ψυχή του για δουλειά αλλά οι δυνάμεις του πλέον δεν τον βαστούσαν για τέτοια πράγματα.

Κάθε πρωί που ξυπνούσε πλάι στην κυρά Αλέκα έβλεπε την διαφορά σε όλα αλλά δεν μίλαγε. Είπαμε εξάλλου ποτέ δεν ήταν καλός στα λόγια. Έπιναν τον ελληνικό τους καφέ και εκείνος πάντα τον συνόδευε με τα άφιλτρα τσιγάρα που χρόνια έκανε.

“Μην καπνίζεις τόσο” του έλεγε συχνά πυκνά η γυναίκα του αλλά εκείνος με ένα νεύμα τύπου μια χαρά είμαι της το σταμάταγε αμέσως.

“Άσε με βρε Αλέκα να τον πιω τον καφέ μου με ηρεμία, τον πέτυχες κιόλας σήμερα, μην μου χαλάς την όρεξη”.

Και κάπως έτσι κυλούσαν οι μέρες τους.

Ξημέρωνε Δευτέρα όταν η Αλέκα του είπε πως θα έρθουν παιδιά και εγγόνια σε 2 εβδομάδες από το χωριό για να τους δουν.

Χάρηκε και εκείνος.

“Το καλύτερο κοκόρι θα σου φέρω να το κάνεις κοκκινιστό που το κάνεις λουκούμι” της είπε.

“Αν και ξέρω πως εσύ τώρα θα αρχίσεις να πλέκεις καμία κατοσταριά ρούχα για τα μωρά κι ας μπαίνει καλοκαίρι” της είπε με ένα αχνό χαμόγελο καθώς έβαζε την ζακέτα του να κατέβει προς το καφενείο σχεδόν τρέχοντας.

Την περίμενε σαν τρελός εκείνη την μέρα ο Κυρ Στέλιος. Μιας και τα παιδιά έμεναν εδώ και ένα χρόνο στην επαρχία. Είχε φροντίσει όμως για όλα.

Από εκείνη την στιγμή σταμάτησε να πηγαίνει οπουδήποτε αλλού. Πήρε τα κλειδιά από το παλιό σιδεράδικο του και χώθηκε μέσα για δουλειά. Ήξερε τι πρέπει να κάνει. Είχε μάθει.

Τόσο καιρό κλεισούρας δεν ήταν και δύσκολο εξάλλου. Μόνο στην αρχή κάπως του φάνηκε, αλλά μετά τα χέρια πήραν μπρος από μόνα τους. Δύο εβδομάδες κοντά καθόταν τουλάχιστον 6 ώρες εκεί ανάμεσα στα παλιά σίδερα και τα εργαλεία του.

Γκρίνιαζε η κυρά Αλέκα που έλειπε τόσο αλλά εκείνος ήταν πάντα της άποψης πως ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Και όντως σκοπό το είχε βάλει. Ίσως από τους πιο μεγάλους και συγκριτικά με αλλά πράγματα που είχε φτιάξει ήταν και από τους πιο δύσκολους αλλά τα κατάφερε.

Ήξερε πως θα τα κατάφερνε αλλά η υπερηφάνεια του σαν τελείωσε και κοίταξε το επίτευγμα του δεν περιγράφεται με λέξεις.

Μια μέρα πριν την έλευση της οικογένειας ξύπνησε αξημέρωτα. Τα έφτιαξε όλα όπως πρέπει. Όπως ακριβώς τα είχε στο μυαλό του. Σαν άρχισε να χαράζει πήγε σιγά στο κρεβάτι του ώστε να μην ξυπνήσει την Αλέκα.

Φωνές και χαμός πλημμύρισαν λίγες ώρες μετά το σπιτικό τους. Αγκαλιές φιλιά και η αγάπη περιστρεφόταν αόρατα στην ατμόσφαιρα.

Μοσχομύριζε το φαγητό και αν η μυρωδιά ήταν μια φορά υπέροχη, η γεύση ήταν λουκούμι όπως είχε προβλέψει ο Κυρ Στέλιος. Έκατσαν μετά όλοι μαζί. Περιχαρής η Αλέκα έφερε ένα ξύλινο κουτί γεμάτο υπέροχα παιδικά πλεκτά για τα παιδιά και τι δεν είχε εκεί μέσα.

Από μικροσκοπικά καλτσακια και κασκολάκια μέχρι μικρές μπλούζες με όμορφα χρώματα περίτεχνα πλεγμένα στο χέρι. Τα παιδιά έβγαλαν κραυγές χαράς και η περήφανη γιαγιά γελούσε σαν παιδί.

“Α ρε πάτερα” ψιθύρισε καθώς τον κοίταξε δακρυσμένη η μια κόρη ενώ εκείνος διακριτικά της χαμογέλασε και της είπε ήρεμα να σωπάσει με ένα νεύμα.

Ήταν περίπου 8 μήνες πριν όταν η κυρά Αλέκα διαγνώστηκε με Αλτσχάιμερ.

Στην αρχή ήταν πιο ήπια η κατάσταση αλλά πλέον ξεχνούσε και μπέρδευε σχεδόν τα πάντα.

Κάθε μέρα ο Κυρ Στέλιος έφτιαχνε δύο καφέδες και ύστερα της έλεγε πόσο ωραίους τους έκανε εκείνη, έμαθε να μαγειρεύει και την ώρα του φαγητού την παίνευε για το μαγείρεμα της.

Ίσως η τελευταία του πράξη με τα πλεκτά, ήταν το πιο δύσκολο μιας και στην αρχή με το πλέξιμο τα βρήκε λίγο σκούρα αλλά κατάφερε να φτιάξει τα πιο όμορφα ρουχαλάκια για τα εγγόνια του και να χαρίσει την μεγαλύτερη χαρά στην γυναίκα του η οποία είχε ξεχάσει πως να πιάνει μέχρι και το βελόνι.

Σήμερα μέχρι το χάραμα είχε ετοιμάσει τον πιο ωραίο κόκορα που είχαν φάει ποτέ όλοι τους.

“Μπράβο κορίτσι μου” είπε στην Αλέκα του καθώς την φίλησε στο μάγουλο …

“Όλα τέλεια τα έκανες είδες που αγχωνόσουν, όλα τα πρόλαβες”, ενώ εκείνη πιάνοντας του το χέρι απαλά τον ρώτησε αν του άρεσε το κοκόρι χαϊδεύοντας του τα μαλλιά…

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ