Η μίτρα είναι ένα είδος αμφίου τελείως άγνωστο στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, καθώς εισάγεται μεταγενέστερα και χρησιμοποιείται ως σήμερα. Η πατερική παράδοση δεν κάνει καμία ρητή αναφορά σχετικά με τη χρήση της μίτρας από τους αρχιερείς.
Οι πρώτες πληροφορίες για τη χρήση της μίτρας εξάγονται από αναφορές στις περιπτώσεις μιτροφορίας των πατριαρχών Ρώμης και Αλεξανδρείας.
Ο Συμεών Θεσσαλονίκης αναφέρεται στο ζήτημα, απαντώντας σε ερώτηση του μητροπολίτη Πενταπόλεως Γαβριήλ, διατυπώνοντας αρχικά τις διάφορες υποθέσεις που γνωρίζει.
Όσον αφορά στον Ρώμης, σημειώνει ότι η χρήση μίτρας αποτελεί μίμηση της κιδάρεως, την οποία έφερε ο ιουδαίος Αρχιερέας. Η κίδαρις (ή Μιτσνέφεθ κατά το εβραϊκό κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης) του εβραίου Αρχιερέα ήταν υψηλό κάλυμμα κεφαλής, αγνώστου σχήματος και ακριβούς μεγέθους. Στην Παλαιά Διαθήκη μνημονεύεται ως όρος στα χωρία: Εξ. κη’, 4,37,39. κθ’, 6. λθ’, 28,31. Λευ. η’, 9 και ιστ’, 4.
Η εμφάνιση της μίτρας στην Εκκλησία της Ρώμης εδράζεται στην υπόθεση της Ψευδοκωνσταντινείου Δωρεάς, σύμφωνα με την οποία, ο Μέγας Κωνσταντίνος παραχώρησε στον Ρώμης Σίλβεστρο το μοναδικό προνόμιο να φέρει μίτρα, καθιστώντας τον ως πρώτο των αρχιερέων.
Όσον αφορά τη μητροφορία του πατριάρχου Αλεξανδρείας, υπάρχουν δύο σχετικές υποθέσεις, ότι: α) η μίτρα παραχωρήθηκε στον Αλεξανδρείας Κύριλλο, λόγω σοβαρού προβλήματος υγείας που είχε και β) ο ίδιος ιεράρχης έφερε πρώτη φορά μίτρα στη Γ’ Οικουμενική Σύνοδο, ως εκπρόσωπος του πάπα Ρώμης.
Η προέλευση της αρχιερατικής μίτρας έχει δύο κύριες εκδοχές: α) Η μίτρα χρησιμοποιήθηκε από τους αρχιερείς μετά από επίδραση από την αμφίεση του εβραίου αρχιερέα· β) Η μίτρα καθιερώθηκε στην αρχιερατική αμφίεση ως σύμβολο του ακάνθινου στεφάνου, που φόρεσαν στον Κύριο οι στρατιώτες περιπαίζοντάς τον ή του σουδαρίου, με το οποίο ενταφιάσθηκε ο Χριστός.
Ο δεύτερος συμβολισμός εμφανίζει την αρχιερατική μίτρα ως άμφιο καθαρά χριστιανικής προέλευσης. Ο χριστολογικός συμβολισμός της μίτρας επαναφέρει την εις τύπο και τόπο Χριστού θεώρηση του λειτουργού αρχιερέα.
Η σύγκριση του καλυμμένου στο κεφάλι και ανυπόδητου νομικού αρχιερέα με τον ακάλυπτο και ενυπόδητο αρχιερέα της χριστιανικής Εκκλησίας είναι χαρακτηριστική της όψιμης σημασίας του συγκεκριμένου αμφίου.
Η σύγκριση αυτή τεκμηριώνει τη μη αναγκαιότητα χρήσης οιουδήποτε καλύμματος κεφαλής κατά την ώρα της λατρείας. Ο αρχιερέας του Ιουδαϊσμού τελούσε τη λατρεία στο Ναό των Ιεροσολύμων ανυπόδητος και με κάλυμμα επί κεφαλής.
Αυτό δηλώνει την υποδούλωσή του στα δεσμά του θανάτου και του Άδη, υποχείριο των οποίων έγινε ο άνθρωπος με το προπατορικό αμάρτημα. Σε αντιδιαστολή προς τον νομικό αρχιερέα, ο αρχιερέας του «Νέου Ισραήλ» φορά υποδήματα, αλλά όχι κάλυμμα κεφαλής.
Το ασκεπές του χριστιανού αρχιερέα δηλώνει την δυνατότητα επαφής με τον Θεό μέσω της συμφιλίωσης Θεού και ανθρώπων με το απολυτρωτικό έργο του Χριστού. Δεν μπορεί επίσης, να δικαιολογηθεί σε κανέναν η κάλυψη της κεφαλής, κατά τη διάρκεια της ευχαριστιακής σύναξης, εφόσον η Εκκλησία έχει ως κεφαλή της τον ίδιο το Χριστό.
Η χειροτονία του αρχιερέα επιτελείται με το κεφάλι ακάλυπτο, καθώς τη θέση καλύμματος κεφαλής επέχει η χάρη του Αγίου Πνεύματος, η οποία κατά τη στιγμή της χειροτονίας του κατήλθε και «ἐπεκάθισε ὡς κίδαρις ἐπί κεφαλῆς», όπως ακριβώς στα κεφάλια των αποστόλων την ημέρα της Πεντηκοστής (Πράξ. β’, 3).
Η μη κάλυψη της κεφαλής του αρχιερέα τονίζει τον φωτισμό και την τελείωσή του με τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος.
Κοινά αποδεκτή θεωρία για την προέλευση της αρχιερατικής μίτρας είναι εκείνη που τη συνδέει με το στέμμα του βυζαντινού αυτοκράτορα.
Μετά την Άλωση, σταδιακά, το αυτοκρατορικό στέμμα μεταβιβάζεται στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ως τη μόνη πλέον ανώτατη αρχή των υπό οθωμανική δουλεία χριστιανών.
Το προϋπάρχον κάλυμμα κεφαλής του πατριάρχη μετασχηματίζεται σε αρχιερατική μίτρα υπό την επίδραση του πάλαι ποτέ αυτοκρατορικού στέμματος, μέχρι και τη γενίκευση της χρήσης της, από όλους σχεδόν τους Αρχιερείς, από τον 17ο αι. κ. εξ.
Η γενικευμένη καθιέρωση της μίτρας, ως αρχιερατικού αμφίου, ξεκινά δύο σχεδόν αιώνες μετά την Άλωση της Πόλης από τους Οθωμανούς (1453).
Ορόσημο για την καθιέρωσή της στη λειτουργική αμφίεση όλων των Αρχιερέων, αποτελεί η μετάθεση του Κυρίλλου Λουκάρεως από το θρόνο της Αλεξάνδρειας στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης, το 1621.
Με τη μετάθεσή του, μεταφέρει επίσης, στην Κωνσταντινούπολη, τη συνήθεια μιτροφορίας του πατριάρχη Αλεξανδρείας. Πριν από αυτή την καθοριστική κίνηση του Κυρίλλου Λουκάρεως όμως, υπήρξαν και άλλες περιπτώσεις μιτροφορίας Αρχιερέων, χωρίς μεγάλη απήχηση.
Ο π. Κων. Καλλίνικος μνημονεύει περιστατικό μιτροφορίας όλων των συλλειτουργούντων αρχιερέων στον πατριαρχικό ναό της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος συνοδεύθηκε από την ειρωνεία και τους γέλωτες των παριστάμενων πιστών, αφού κάτι τέτοιο ήταν έως τότε άγνωστο και αξιοπερίεργο.
Τα περισσότερα από αυτά τα παραδείγματα πάντως, δεν είναι προγενέστερα της Άλωσης.
Ο π. Κωνσταντίνος Καλλίνικος σημειώνει τα εξής γλαφυρά, σχετικά με τη συμβολική ερμηνεία της αρχιερατικής μίτρας: «Ὥσπερ ὁ Σωτήρ τόν ἀκάνθινον στέφανον φέρων ὑπό τῶν μανιωδῶν Ἰουδαίων ἐνεπαίζετο ὡς δῆθεν βασιλέα ἑαυτόν ὀνομάσας, οἱ φέροντες ταύτην ἀρχιερεῖς, μετατιθέμενοι τόν ἐμπαιγμόν εἰς τιμήν, δι’ αὐτῆς ὡς ἀληθῆ βασιλέα τόν Κύριον πάντων, τόν Σωτῆρα δεικνύουσιν· ὅθεν καί λίθοις κοσμεῖται ποικίλοις, τήν ποικιλότητα τῶν ἐν τῇ ἁγίᾳ τοῦ Χριστοῦ κεφαλῇ ἀρετῶν ὑποσημαίνουσα.
Δυστυχής ἀλληγορία! Πόσαι ἀνθρώπιναι ἀδυναμίαι, ἔχουν εὕρει καταφύγιον ἕως τώρα ὑπό τό πενιχρόν σου ἱμάτιον!».
Η μιτροφορία του αρχιερέα στη σύγχρονη λειτουργική ζωή έχει γενικευθεί πλήρως. Η χρήση της μίτρας από όλους τους αρχιερείς, επιχωρίους, επαρχιούχους και μη έχει γίνει ο κανόνας.
Μίτρα μπορούν να φέρουν, όμως, μόνο ο πρώτος των αρχιερέων, σε περίπτωση αρχιερατικού συλλείτουργου, ιδίως όταν προεξάρχει πατριάρχης ή επικεφαλής αυτοκέφαλης Εκκλησίας.
Εξαίρεση αποτελεί το συλλείτουργο των προκαθημένων και των προέδρων των αυτοκέφαλων Εκκλησιών, οπότε όλοι οι συμμετέχοντες από τη χορεία των δεκατεσσάρων φέρουν μίτρα.
Η χρήση μίτρας καλό είναι να αποφεύγεται στις εξής περιπτώσεις:
α) Η ανάγνωση των αγιογραφικών περικοπών (αποστόλου και ευαγγελίου).
Ο αρχιερέας παραμένει ακάλυπτος ή έστω φέροντας επανωκαλλύμαυχο, ενόσω ο αναγνώστης και ο διάκονος αναγιγνώσκουν τις σχετικές περικοπές.
β) Η θυμίαση πριν από τη Μεγάλη Είσοδο, κατά τη διάρκεια του Χερουβικού Ύμνου. Ο αρχιερέας, στο σημείο αυτό, θυμιάζει χωρίς το ωμοφόριο, το οποίο έχει ήδη εκβάλλει πριν από τα αναγνώσματα και θα επανενδυθεί μετά τη Μεγάλη Είσοδο, και με ακάλυπτη τη κεφαλή, φέροντας, όμως στο αριστερό χέρι την ποιμαντορική ράβδο.
γ) Το συλλείτουργο βοηθού ή τιτουλαρίου επισκόπου ή μητροπολίτου με επαρχιούχο επίσκοπο. Ο βοηθός ή τιτουλάριος επίσκοπος δεν φέρει μίτρα, παρά μόνο επανωκαλλύμαυχο, όπως, επίσης, δεν κρατεί ποιμαντορική ράβδο και δεν εγκολπώνεται επιστήθιο σταυρό.
δ) Η προηγούμενη τάξη εφαρμόζεται κανονικά σε κάθε αρχιερατικό συλλείτουργο, με μόνο μιτροφόρο τον πρώτο στην τάξη αρχιερέα. Η πρακτική αυτή είναι δεδομένη στις περισσότερες επαρχίες του Οικουμενικού Θρόνου και των λοιπών πρεσβυγενών Πατριαρχείων.
Στον ελλαδικό χώρο τηρείται με επιμέλεια στις επαρχίες των Δωδεκανήσων και τη μοναστική πολιτεία του Άθω, κανονικών εδαφών του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως και δυστυχώς σπάνια σε ευχαριστιακές συνάξεις της κατά τόπον Ελλαδικής Εκκλησίας.
Το φαινόμενο της μιτροφορίας πρεσβυτέρων συνδέεται με πρακτικές του σλαβικού χριστιανισμού και ιδιαίτερα της Εκκλησίας της Ρωσίας.
Η χορήγηση της μίτρας στο βαθμό των πρεσβυτέρων γίνεται κατ’ οικονομία και στο πλαίσιο της απονομής οφφικίου. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει σε ολόκληρη την Ανατολική Εκκλησία με το επιγονάτιο, το οποίο ήταν αρχικά αποκλειστικά αρχιερατικό άμφιο.
Η διάκριση της μίτρας των πρεσβυτέρων από τη μίτρα των αρχιερέων έγκειται: α) στο χαμηλότερο ύψος, β) τη λιγότερο πολυτελή μορφή, γ) την απουσία του σταυρού από τη κορυφή της.
Η ένδυση των κληρικών, κυρίως όσων έχουν το οφφίκιο του αρχιμανδρίτου (πάλαι ποτέ διακριτικό του αρχηγού της μάνδρας, δηλαδή του ηγουμένου μονής), με μίτρα δεν είναι χρήσιμο να γενικεύεται σε όλες τις κατά τόπους Εκκλησίες, αφού:
α) δεν απηχεί πρακτική όλων των Εκκλησιών, ιδίως των ελληνόφωνων, β) δεν έχει καμία σημασία και κανένα θεολογικό – συμβολικό υπόβαθρο, γ) συγχέει τα διακριτικά των βαθμών της ιερωσύνης άμφια και δ) είναι άγνωστη στη λειτουργική ζωή των εκτός Ρωσίας επαρχιών και μπορεί να προκαλέσει την περιέργεια του εκκλησιάσματος.
Η μιτροφορία των επισκόπων δεν είναι παλαιά πρακτική, αλλά νεώτερη εισαγωγή στη θεία λατρεία. Η είσοδός της στη λειτουργική ζωή της Ανατολικής Εκκλησίας, η απόδοση σε αυτή ιδιαίτερων συμβολισμών και η ενσωμάτωσή της στη διαρκώς εξελισσόμενη παράδοση της Εκκλησίας την έκαναν αυτονόητο εξάρτημα της αρχιερατικής αμφίεσης.
Η χρήση της είναι καθόλα αποδεκτή, αρκεί να γίνεται σε λελογισμένα πλαίσια, με τις ανωτέρω προϋποθέσεις και διατάξεις, ώστε να γίνεται διακριτός ο σεβασμός στις ιερότερες στιγμές της λατρείας, στα πρόσωπα και την ιερωσύνη εν γένει.
___________
Βιβλιογραφία:
Getcha J., «Η Ακολουθία της επισκοπικής χειροτονίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία», Θεολογία, τ. 85, τευχ. 3, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2014, σ. 7-23.
Καλλινίκου Κ., Ο Χριστιανικός Ναός και τα τελούμενα εν αυτώ, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 1969⁵.
Κούρκουλα Κ. Κ., Τα ιερατικά άμφια και ο συμβολισμός αυτών εν τη Ορθοδόξω Ελληνική Εκκλησία, Αθήναι 1960.
Οικονόμου Ηλ. Β., Αρχαιολογία και Θεσμολογία της Βιβλικής Παλαιστίνης, Αθήνα 2004.
Στεφανίδου Β., «Η των αυτοκρατορικών ενδυμάτων του Βυζαντίου επίδρασις επί των αρχιερατικών αμφίων», Θεολογία, ΚΑ’ (1950), σ. 19-25.
Συμεών Θεσσαλονίκης, Ἀποκρίσεις πρός τινας ἐρωτήσεις ἀρχιερέως ἠρωτηκότος αὐτὸν, PG 155, στ. 829C-952D. Του Ιδίου, «Διάλογος εν Χριστώ κατά πασών των αιρέσεων και περί της μόνης πίστεως του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, των ιερών τελετών τε και μυστηρίων πάντων της Εκκλησίας», PG 155, στ. 33-696.
Πηγή: http://naxioimelistes.blogspot.gr/2017/01/blog-post_24.html?m=1