Σὲ μιὰ πανήγυρι τῆς Μονῆς τῶν Ἰβήρων, στὰ παληὰ χρόνια πῆγε καὶ ἕνας διάκος ἀπὸ τὸν κόσμο. Ἔλαβε μέρος στὴν μεγάλη Ἀγρυπνία.
Στὸν Ὄρθρο ὁ Τυπικάρης τοῦ λέγει: «Πρόσεξε, διάκο, ἐμεῖς ἐδῶ λέμε “Τὴν Θεοτόκον ἐν ὕμνοις μεγαλύνομεν”. Ὁ διάκος κούνησε τὸ κεφάλι καὶ σὰν ἦλθεν ἡ ὥρα ἐκφωνεῖ ὅπως ἤξερε “Τὴν Θεοτόκον καὶ μητέρα τοῦ Φωτός, ἐν Ὕμνοις τιμῶντες μεγαλύνομεν”.
Μόλις μπῆκε μέσα στὸ Ἱερὸ ὁ Τυπικάρης τοῦ λέγει “Διάκο γδύσου, δὲν θὰ συνεχίσης”. Πεισμωμένος ὁ διάκος γδύθηκε (ἀπεδύθη τὰ διακονικὰ ἄμφια δηλαδή) καὶ ἔφυγε ἀπ’ τὸ Μοναστῆρι.
Τὰ χρόνια πέρασαν.
Καὶ ὁ διάκος ἔρχεται στὴν πανήγυρι δεσπότης πιά.
“Μὲ θυμᾶσαι”, λέγει στὸν γερο-Τυπικάρη, “εἶμαι ὁ διάκος ποὺ ξέντυσες κάποτε ἐπειδὴ παρήκουσα τὴν ἐντολή σου”.
Τὸν κοίταξε καλά-καλά ὁ Τυπικάρης καὶ τοῦ ἀπαντᾶ: “Καὶ τώρα ἂν δὲν ὑπακούσῃς θὰ σὲ ξεντύσω”.
Ἔτσι διατηροῦνται οἱ Τυπικὲς διατάξεις, Ἅγιοι Πατέρες.