Η νύχτα αγκαλιάζει προσευχόμενες ψυχές σαν βρεφικό νανούρισμα,στο μικρό καθολικό, οι γέροντες παραδομένοι στην εικόνα του Νυμφίου,αποκαθηλώνουν ικετευτικά τους συγνωστούς τους λογισμούς.
Απόκοσμες εικόνες στο μικρό εκκλησάκι, αναπνέουν μέσα από την θυμιασμένη ομίχλη των παρακλητικών τους λόγων.
Μ’ ένα τρακοσάρι κομποσκοίνι μετρούν ανάποδα τις μέρες, φτάνοντας, ως την γέννησή τους, ο παπά- Διονύσης με αφημένο βλέμμα στην γη που περιμένει,σκύβει το κεφάλι στην ανατολή της μετανοίας του.
Τί κόσμος τούτος Θεέ μου,βαστάζουμε στις χούφτες μας την μάνα ορθοδοξία και δεν θωρούμε το απροσμέτρητο κάλλος της και την εδόμυχη υπόστασή της.
Όταν τρίζουν τα θολά τζάμια από τα σιδερένια παραθύρια, νομίζεις πως, χοροί αγίων ήλθαν για να συνεκκλησιαστούν με τους χοικούς, ταμένους αδελφούς τους, ο πολυέλαιος γυρνοφέρνει κυκλικά απ’ τον καπνισμένο τρούλλο, ο Παντοκράτορας κρατάει στο χέρι του την βραδυνή θυσία,αίνοι και ύμνοι γίνονται δώρα ευχαριστιακά στα πόδια του Θεού μας,κι όταν τελειώνει η ακολουθία, σκυμμένα πρόσωπα προσμετρούν μ’ ένα Κύριε ελέησον,τα ανεβαίνοντα βήματά τους.
Μακρύς ακόμα ο δρόμος της σταυρικής θυσίας,ταιριάζει σε ορθοδόξους, να βλέπουν από μακρυά τον σταυρό, που θα κρεμάσουν πάνω του τ’ απόκοσμα ονειρά τους.
Γεώργιος Αγιοκυπριανίτης