Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένα παιδί που θύµωνε µε το παραµικρό και είχε πολύ κακούς τρόπους. Ο πατέρας του, του έδωσε ένα σακούλι µε καρφιά και του είπε ότι κάθε φορά που θα φέρεται άσχηµα θα πρέπει να καρφώνει ένα καρφί στο φράχτη.
Την πρώτη µέρα το παιδί κάρφωσε δεκαέξι καρφιά.
Όµως, καθώς περνούσαν οι εβδοµάδες, όλο και κατάφερνε να χαλιναγωγεί τη συµπεριφορά του και τα καρφιά ολοένα λιγόστευαν.
Είχε καταλάβει ότι του ήταν προτιµότερο να ελέγχει τις τάσεις του παρά να τρέχει να καρφώνει καρφιά στο φράχτη. Και τελικά έφτασε η µέρα που το παιδί δεν έχασε καθόλου την ψυχραιµία του.
Το είπε λοιπόν στον πατέρα του και τότε εκείνος του είπε ότι τώρα θα έπρεπε να ξεκαρφώνει ένα καρφί για κάθε µέρα που δεν θα ξεσπούσε σε οργή. Οι µέρες πέρασαν και ο νεαρός τελικά είπε στον πατέρα του ότι είχε βγάλει όλες τις πρόκες.
Τότε ο πατέρας πήρε το γιο του απ’ το χέρι και τον πήγε κοντά στο φράχτη, κι εκεί του είπε:
“Πολύ καλά τα κατάφερες γιε µου, για δες όµως τις τρύπες στο φράχτη. Ποτέ πια ο φράχτης µας δεν θα είναι όπως πριν.
Όταν είσαι θυµωµένος και λες άσχημα λόγια, αυτά αφήνουν πληγές. Μπορείς να µαχαιρώσεις κάποιον, και µετά να τραβήξεις το µαχαίρι, αλλά, όσες φορές κι αν θα ζητήσεις συγγνώµη, η πληγή θα µείνει εκεί. Κι ένα τραύµα µε λόγια είναι τόσο κακό όσο κι ένα τραύµα στο σώµα.”
Ο καθένας μπορεί να θυμώσει, είναι εύκολο. Αλλά να θυμώσεις με το σωστό άνθρωπο, στο σωστό βαθμό, για το σωστό λόγο, τη σωστή στιγμή και με το σωστό τρόπο, αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο.
Μπορείς να μαντέψεις το μέγεθος ενός ανθρώπου από το μέγεθος των πραγμάτων που τον κάνουν να θυμώνει.