Ο παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης (1902-1975), ένας απλοϊκός και άγιος κληρικός του αιώνα μας, όταν λειτουργούσε είχε θείες θεωρίες και εμπειρίες.
Διηγείται ο ίδιος:
Κάποτε, στη μεγάλη είσοδο, κι ενώ πλησίαζα στην ωραία πύλη, είδα αριστερά μου ένα όμορφο παιδάκι, που χάθηκε σαν σκιά. Συγχρόνως ακούστηκε κρότος από το καντήλι της Παναγίας, που άρχισε να κουνιέται μέχρι το τέλος της λειτουργίας.
Σε μια νυχτερινή λειτουργία μου στο ναό των Ταξιαρχών, είδα την ώρα της δοξολογίας το ίδιο εκείνο παιδάκι να στέκεται μπροστά στην προσκομιδή, και να εξαφανίζεται πάλι σαν καπνός”.
“Ανήμερα του Αγίου Πνεύματος λειτούργησα στην ιερά μονή Αγίας Τριάδος Μετεώρων. Τι ευλογία Θεού! Εκείνη η λειτουργία θα μου μείνει αλησμόνητη. Στη μεγάλη είσοδο κατέβηκε από αριστερά μια γυναίκα, από δεξιά ένας άνδρας μ’ ένα μικρό παιδί, ενώ πλήθος από άλλα παιδάκια ακολουθούσαν τα τίμια Δώρα”.
“Κάτι ανάλογο συνέβη στις 8 Αυγούστου 1954. Στις 5 το πρωί ξεκίνησα για το χωριό Αρδάνι. Περπατούσα κι έψαλλα κατανυκτικούς ύμνους για να ευχαριστήσω τον Κύριο και τη Θεοτόκο.
Φτάνοντας στην εκκλησία του χωριού, άρχισα τον Όρθρο, και στη συνέχεια μπήκα στη θεία λειτουργία με πνευματική ευφροσύνη και αγαλλίαση. Συνέβη τότε το εξής θαυμαστό: Όσα παιδιά από 12 ετών και κάτω βρίσκονταν στο ναό, έβλεπαν στο ιερό δύο μεγάλες σκάλες, πάνω στις οποίες ανέβαιναν και κατέβαιναν παιδάκια λουσμένα στο φως.
Όταν διάβαζα το Ευαγγέλιο, γέμισε από παιδάκια η αγία τράπεζα. Την ώρα της μεγάλης εισόδου η νεωκόρος είδε να κατεβαίνει από την αριστερή σκάλα μια γυναίκα κι από τη δεξιά ένας άνδρας με ένα μικρό παιδί, ενώ πλήθος παιδάκια ακολουθούσαν τη μεταφορά των τιμίων Δώρων”.
Μερικές φορές ο παπα-Δημήτρης, την ώρα της θείας λειτουργίας, είχε ενοχλήσεις από τους δαίμονες:
“Κάποτε”, διηγείται, “ενώ λειτουργούσα, ακούω έξω θορύβους. Βγαίνω, και τι να δω! Οι σατανάδες χτίζανε πολυκατοικία. Άλλος κρατούσε μυστρί, άλλος φτυάρι… Τους σταύρωσα, κι όλα εξαφανίστηκαν.
Άλλοτε, ενώ λειτουργούσα τη νύχτα, μπήκαν στην εκκλησία κι άρχισαν ν’ αναποδογυρίζουν τις καρέκλες. Ο αρχηγός τους μάλιστα μπήκε στο ιερό, έκλεισε το παραθυράκι και μ’ έπιασε απ’ το λαιμό να με πνίξει. Επικαλέστηκα τους αγίους Ταξιάρχες, κι αμέσως χάθηκαν.
Οι δαίμονες, με παραχώρηση Θεού, μπαίνουν μέσα στην εκκλησία και βάζουν λογισμούς στους πιστούς. Μόλις όμως πουν οι ψάλτες το χερουβικό και βγει ο ιερέας για τη μεγάλη είσοδο, αμέσως φεύγουν”.
Το Δεκέμβριο του 1968, ενώ λειτουργούσε ο παπα-Δημήτρης, ανάμεσα στο εκκλησίασμα ήταν κι ένα κορίτσι 14 ετών, που το βασάνιζε ο σατανάς. Την ώρα του χερουβικού έβγαλε ξαφνικά μια τρομερή κραυγή κι έπεσε κάτω σαν νεκρό. Οι πιστοί ανησύχησαν. Σε λίγα λεπτά όμως το σήκωσαν σε καλή κατάσταση, σωφρονισμένο.
Στο τέλος μάλιστα της θείας λειτουργίας έγινε Παράκληση, και το κορίτσι έφυγε από την εκκλησία πολύ διαφορετικό.
Κάθε φορά που ο παπα-Δημήτρης λειτουργούσε στο ναό του χωριού του, τους Αγίους Ταξιάρχες, η αγία τράπεζα ευωδίαζε.
Αυτό συνέβαινε μερικές φορές και σε άλλους ναούς. Η ευωδιά παρουσιαζόταν κυρίως μετά τη μεγάλη είσοδο, όταν τοποθετούσε τα άχραντα Μυστήρια πάνω στην αγία τράπεζα. Άλλοτε παρουσιαζόταν την ώρα της επικλήσεως του Αγίου Πνεύματος, στο «Τα σα εκ των σων…».
Συχνά έβαζε βαμβάκι κάτω από το αντιμήνσιο πριν αρχίσει η θεία λειτουργία, και τελειώνοντας, το βαμβάκι μυροβολούσε. Το γεγονός αυτό το μαρτυρούν πολλοί, που συγκλονίστηκαν και τονώθηκαν στην πίστη.
Το άρωμα της αγίας τράπεζας δυνάμωνε το λειτουργό και τον ανακούφιζε. Κάποτε έβγαινε τόσο άφθονο, ώστε δυσκολευόταν ν’ αναπνεύσει. Μια φορά μάλιστα η ευωδία έβγαινε σαν ένας μικρός στύλος καπνοί και πλημμύρισε όλη την εκκλησία.
Όταν ο παπα-Δημήτρης ζήτησε και τη γνώμη του π. Φιλόθεου Ζερβάκου, εκείνος απάντησε: “Δεν πρέπει ν’ αμφιβάλλουμε ότι πρόκειται για ένα παράδοξο θαύμα. Το πιό βέβαιο είναι πως η ευωδία προέρχεται από τη θυσία του Ιησού Χριστού, που σαν Αμνός σφαγιάζεται πάνω στην αγία τράπεζα για τις αμαρτίες μας.
Πιθανόν όμως να προέρχεται και από τα άγια λείψανα που βρίσκονται κάτω από την αγία τράπεζα ή και από τα εγκαίνια”.
(Παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης, Εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη)