Ήταν κάποιος κοινοβιάρχης που είχε πολλή δόξα από τους ανθρώπους · και ήταν πατέρας διακοσίων μοναχών.
Σ’ αυτόν ο Χριστός ήρθε σαν Γέροντας φτωχός και παρακάλεσε το θυρωρό να ειδοποιήσει τον αββά, ότι είναι ο τάδε αδελφός. Με πολύ δυσκολία μπήκε ο θυρωρός να τον ειδοποιήσει και βρήκε τον αββά να μιλάει με άλλους.
Στάθηκε δε λίγο και του μετέφερε όσα αφορούσαν το φτωχό, χωρίς να ξέρει ότι ήταν ο Χριστός. Ο αββάς τότε τον μάλωνε λέγοντας “…δεν κοιτάς που μιλάω με τους ανθρώπους; Άσε με τώρα”. Αυτός έφυγε. Μακροθύμησε δε ο Κύριος, έμεινε και τον περίμενε, μέχρι να έρθει.
Γύρω στις έντεκα, ήρθε κάποιος πλούσιος, τον οποίον γρήγορα τον υποδέχτηκε ο κοινοβιάρχης. Τον είδε να είναι μαζί με τον πλούσιο, ο πλούσιος σε έλεος και φίλος των ταπεινών Θεός και τον παρακάλεσε “Θέλω να σου μιλήσω, αββά”.
Αυτός όμως μπήκε μέσα μαζί με τον πλούσιο να φάνε, θέλοντας δήθεν να φροντίσει τους φιλοξενουμένους. Έπειτα πάλι μετά το γεύμα, ξεπροβοδίζει μέχρι τη θύρα τον πλούσιο και επέστρεψε αιχμαλωτισμένος στις πολλές φροντίδες και λησμονώντας την παράκληση του πτωχού και ανεξίκακου Γέροντος.
Όταν έφτασε το βράδυ και ο κοινοβιάρχης δεν αξιώθηκε να δεχτεί τον ευλογημένο και αληθινά ξένο, αναχώρησε και του δήλωσε τα εξής:
“Πες στον αββά · αν θέλεις τη δόξα των ανθρώπων, εγώ για τους προηγουμένους κόπους και τις πολλές σου προσπάθειες, θα σου στείλω από τα τέσσερα μέρη του ορίζοντα να σε παρακαλούνε, επειδή θέλεις να αλείφεις και να αλείφεσαι · αλλά τα αγαθά της δικής μου Βασιλείας δε θα τα γευτείς”. Και έτσι φανερώθηκε ο Παντοκράτωρ πτωχός.