Ὁ διάβολος, φθονώντας ἐμᾶς καί τό Θεό καί παραπείθοντας τόν ἄνθρωπο ὅτι ὁ Θεός τόν φθονεῖ1, τόν ἔκανε νά παραβεῖ τή θεία ἐντολή. Τό Θεό τόν φθόνησε, γιά νά μήν ἐκδηλωθεῖ στήν πράξη ἡ πανύμνητη δύναμή Του νά θεώνει τόν ἄνθρωπο.
Τόν ἄνθρωπο ὁλοφάνερα τόν φθόνησε, γιά νά μή γίνει μέ τήν ἀρετή μέτοχος τῆς θείας δόξας. Γιατί φθονεῖ ὁ ἀκαθαρτότατος ὄχι μόνον ἐμᾶς λόγω τῆς δόξας πού μᾶς δίνει ὁ Θεός γιά τήν ἀρετή, ἀλλά καί τό Θεό λόγω τῆς πανύμνητης δυνάμεώς Του γιά τή σωτηρία μας.
Ὅπως στόν Ἀδάμ ὁ θάνατος ἦταν καταδίκη τῆς φύσεως2, ἐπειδή εἶχε ἀρχή τῆς γενέσεώς της τήν ἡδονή, ἔτσι καί ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ ἔγινε καταδίκη τῆς ἁμαρτίας3, γιατί στό Χριστό ἡ ἀνθρώπινη φύση βρῆκε πάλι τή γένεσή της καθαρή ἀπό ἡδονή.
Ἄν ἐμεῖς, πού μέ τή χάρη τοῦ Πνεύματος ἀξιωθήκαμε νά γίνομε οἶκος Θεοῦ4, ὀφείλομε νά δείχνομε τόσο μεγάλη ὑπομονή στά παθήματα πρός χάρη τῆς δικαιοσύνης γιά καταδίκη τῆς ἁμαρτίας, καί σάν νά εἴμαστε κακοῦργοι νά ὑπομένομε πρόθυμα τόν ἐπονείδιστο θάνατο, ἐνῶ εἴμαστε ἀγαθοί, τότε ποιό θά εἶναι τό τέλος ἐκείνων πού ἀπειθοῦν στό Εὐαγγέλιο τοῦ Θεοῦ5;
Δηλαδή ποιό θά εἶναι τό τέλος, ἡ καταδίκη, ἐκείνων οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον διατήρησαν μέ προθυμία ζωντανή καί ἐνεργό στήν ψυχή καί στό σῶμα μέ τήν προαίρεση καί τή φύση τους ὥς τό τέλος τήν μέ ἡδονή γένεση τῆς φύσεως πού ὀφείλεται στόν Ἀδάμ καί πού κυριάρχησε στή φύση, ἀλλά καί δέ δέχθηκαν μήτε τό Θεό Πατέρα πού τούς καλοῦσε κοντά Του διά μέσου τοῦ σαρκωθέντος Υἱοῦ Του, μήτε πάλι τόν ἴδιο τόν Υἱό καί μεσίτη πού ἦρθε ἀπεσταλμένος τοῦ Πατέρα6;
Ὁ ὁποῖος Υἱός, γιά νά μᾶς συμφιλιώσει μέ τόν Πατέρα, παρέδωσε θεληματικά καί μέ τή βούληση τοῦ Πατέρα τόν ἑαυτό Του στό θάνατο γιά χάρη μας, ἔτσι ὥστε νά δοξάσει ἐμᾶς μέ τόν Ἑαυτό Του, καταλαμπρύνοντάς μας μέ τό κάλλος τῆς θεότητάς Του τόσο, ὅσο Αὐτός γιά χάρη μας καταδέχθηκε νά περιφρονηθεῖ γιά τά παθήματά μας.
Ὅλων ἐκείνων πού σώζονται, ὁ Θεός θά εἶναι τόπος ἀπεριόριστος, χωρίς ἐναντιότητες καί ἄπειρος, πού θά γίνει σέ ὅλους τά πάντα, ἀνάλογα μέ τό βαθμό τῆς δικαιοσύνης καθενός, ἤ μᾶλλον ἀνάλογα μέ ὅσα καθένας ἔπαθε ἐδῶ μέ γνώση γιά τή δικαιοσύνη· θά δωρίζει σέ κάθε μέλος τόν ἑαυτό Του, ἀνάλογα μέ τή δύναμη πού ἔχει κάθε μέλος, ἡ ὁποία φανερώνει τόν ἑαυτό της νά ἐνεργεῖ καί πού συνδέει τά μέλη μέ τόν ἑαυτό της, ὥστε νά συγκρατοῦνται μεταξύ τους γιά νά ὑπάρχουν καί νά ζοῦν.
Ἔπειτα ἀπ᾿ αὐτό, ποῦ θά φανεῖ ὁ ἀσεβής καί ἁμαρτωλός7, ἀφοῦ θά στερεῖται αὐτή τή χάρη; Ἐκεῖνος δηλαδή πού δέν μπορεῖ νά δεχτεῖ ἐνεργῶς τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τή μακαριότητα, πού θά φανεῖ ὅταν ξεπέσει ἀπό τή θεϊκή ζωή πού εἶναι πάνω ἀπό αἰώνα καί χρόνο καί τόπο;
Ἐκεῖνος πού δέν ἔχει τό Θεό νά τοῦ συγκρατεῖ τή ζωή στή μακαριότητα, τό Θεό πού θά γίνει στή μέλλουσα ζωή τόπος τῶν ἀξίων, τί θά ἀπογίνει, μή ἔχοντας τό Θεό ὡς τόπο κατά τήν ἐγκατάσταση καί διαμονή τῶν ἀξίων στό Θεό μέ μακαριότητα; Καί ἄν μέ πολλή δυσκολία σώζεται ὁ δίκαιος8, τί θά γίνει ἤ τί θά πάθει ἐκεῖνος πού δέν ἔκανε στήν παρούσα ζωή τίποτα σχετικό μέ τήν εὐσέβεια καί τήν ἀρετή;
Ὁ Θεός, μέ τήν ἀπειροδύναμη βούληση τῆς ἀγαθότητάς Του, θά μαζέψει ὅλους, καί ἀγγέλους καί ἄνθρώπους, καλούς καί κακούς. Ὅλοι ὅμως αὐτοί δέ θά ἔχουν ἴση μέθεξη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος πέρασε ἀνάμεσα ἀπ᾿ ὅλους χωρίς διάκριση, ἀλλά ὁ καθένας ἀνάλογα μέ τή δεκτικότητά του.
1Γεν. Γ΄ : 5.
2Γεν. Β΄ : 17.
3Ρωμ. Η΄ : 3.
4Ἑβρ. Γ΄ : 6.
5Α΄ Πέτρ. Δ΄ : 17.
6Α΄ Τιμ. Β΄ : 5.
7Παροιμ. Ια΄ : 31· Α΄Πέτρ. Δ΄ : 18.
8Παροιμ. Ια΄ : 31· Α΄Πέτρ. Δ΄ : 18.
Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής
“ΦΙΛΟΚΑΛΙΑ” τῶν ἱερῶν Νηπτικῶν
Τόμος β΄ (σελ. 219-220)
Ἐκδόσεις: ”Τό Περιβόλι τῆς Παναγίας”