Οταν έσκυβαν ακόμη και λαϊκοί να του φιλήσουν το χέρι, αυθόρμητα έκανε και εκείνος το ίδιο.
Και αν σε κάτι είχε άλλην άποψη, υποχωρούσε αμέσως λέγοντας «ας είναι και έτσι».
Αυτή ή ταπείνωση του τον έκανε πράο και ήσύχιο. Τον έκανε να θέλει να ζει πάντα στην αφάνεια.
Μου είπε κάποτε: «Εγώ ούτε σε εργάτη δεν έκανα παρατήρηση».
Εντύπωση μεγάλη έκανε στον Γέροντα Παΐσιο -ό όποιος και το διηγείτο- ή στάση του Γέροντος Θεοδοσίου μέσα στο Ταχυδρομείο στις Καρυές, όπου έστέκετο σε μία άκρη με το κομποσχοίνι στο χέρι παραχωρώντας τη σειρά του ακόμη και σε νεωτέρους.
Τότε είναι που είπε πώς: «Ό Θεοδόσιος είναι κεκρυμμένος θησαυρός». Και σαν «κεκρυμμένος θησαυρός» δεν θα μπορούσε ασφαλώς να μην είχε εξορίσει από μέσα του τον θυμό, την άργολογία και την κατάκριση.
Έλεγε ό μοναδικός και ανεπανάληπτος μακαριστός π. Γεώργιος:
«Αυτός ό Θεοδόσιος μουγγός πάει στις Καρυές μουγγός και γυρίζει ένα νέο δεν μου φέρνει από εκεί».
Ητο ολιγόλογος, και όταν άνοιγε το στόμα του με το γλυκύτατο εκείνο μειδίαμα ό λόγος του ητο πάντοτε «αλάτι ήρτυμένος».
Πολλά είδαμε στον Γέροντα Θεοδόσιο και πολλά ζήσαμε κοντά του. Πολλά ακούσαμε και όντως πολύ ωφεληθήκαμε, όπως και όλοι οι επισκέπτες του Κελίου μας. Απ’ όλα, ένα γεγονός μάς εντυπωσίασε περισσότερο, και παρόλο πού μειώνει εμάς τούς νεωτέρους θα το διηγούμαι πάντοτε.
Σε έναν παροξυσμό και διαφωνία για κάτι μεταξύ μας ήρθε ανάμεσα μας και έβαλε μετάνοια σαν να έφταιγε εκείνος, λέγοντας πώς: «μήπως πρέπει να φύγω εγώ από το Κελλί για να ησυχάσετε;» Ή στάση του αυτή όχι μόνο μάς συγκίνησε, αλλά και μάς έκανε πιο προσεκτικούς.
Ιερομόναχος Άντίπας
Περιοδικό «ΠΡΩΤΑΤΟΝ» τεύχ129