Κάποια νύχτα λοιπόν, αφού έπεσε σε αμαρτία, σηκώθηκε την ίδια στιγμή και άρχισε τον κανόνα του…
Τότε ο δαίμονας, σαστισμένος από την τόση ελπίδα του αλλά και την αδιαντροπιά του απέναντι στο Θεό, του παρουσιάστηκε ολοζώντανος!
– Άθλιε! Του λέει. Πώς στέκεσαι μπροστά στο Θεό χωρίς να κοκκινίζεις;
Πώς πιάνεις στο στόμα σου ακόμα και τ’ όνομά Του;Και πώς τολμάς να προσεύχεσαι χωρίς ντροπή;
– Τούτο το κελλί είναι σιδεράδικο, του απάντησε ο αδελφός.
Μια σφυριά δίνεις, μια παίρνεις..!
Δεν θα σταματήσω, λοιπόν, να παλεύω μαζί σου μέχρι να πεθάνω, κι όπου με βρει η τελευταία μου μέρα.
Να, με όρκο σε πληροφορώ και με πεποίθηση στην άπειρη αγαθότητα του Θεού σου λέω:
Στο όνομα Εκείνου, που ήρθε να καλέσει σε μετάνοια και να σώσει τους αμαρτωλούς, δεν θα πάψω να προσεύχομαι στον Κύριο εναντίον σου, ώσπου να πάψεις κι εσύ να με πολεμάς.Και θα δούμε ποιος θα νικήσει, εσύ ή ο Θεός!
Σαν άκουσε ο δαίμονας αυτά τα λόγια, του λέει:
– Μα την αλήθεια, ποτέ πια δεν θα σε πολεμήσω, για να μη γίνω αφορμή να στεφανωθείς με την υπομονή που κάνεις…