Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης (†)
Κάποτε τον επισκέφθηκε μία γυναίκα, που ύφαινε χαλιά, και είπε στον όσιο: «Τα μαλλιά που με περίσσευαν, επειδή ήταν λίγα, δεν τα επέστρεφα πίσω, τα κράτησα, έκανα ένα χαλί και σου το έφερα».
Ο όσιος Γεώργιος της είπε: «Το χαλί αυτό το χρειάζεται πολύ ο άγιος Ιωάννης των Σερρών. Θα πάει εκεί». Απευθυνόμενος σ’ ένα κύριο, που ήταν εκεί, του είπε: «Εσύ θα το πας». Τον ρώτησε: «Πότε, Γέροντα;» «Τώρα», του είπε.
Το έβαλε εκείνος στον ώμο του και ο όσιος του είπε: «Το ένα εισιτήριο θα το πληρώσεις εσύ και για το άλλο κάτι θα κάνουμε και εμείς». Ξαφνικά, μέσα στη νύχτα, τους είπε: «Τώρα ξεκινήστε», δίχως να τους δώσει χρήματα.
Ξεκίνησαν και μέσα στο σκοτάδι κάτι βρήκαν. Έσκυψαν και είδαν ότι ήταν ένας λαγός πρόσφατα κτυπημένος. Τον πήρανε και μόλις άρχιζε να ξημερώνει έφθασαν στη Δράμα. Εκεί ένας ζήτησε ν’ αγοράσει τον λαγό και τους έδωσε τριάντα δραχμές.
Το εισιτήριο για το λεωφορείο ήταν ακριβώς τριάντα δραχμές. Ο όσιος Γέροντας με τον τρόπο αυτό πλήρωσε κι εκείνος. Γνώριζε τα πάντα πολύ πριν να γίνουν.
Μία νέα ήθελε να έλθει από τη Δράμα στο μοναστήρι, για να συμβουλευθεί τον όσιο. Επειδή θα ερχόταν μόνη, φοβόταν και φόρεσε γεροντικά ρούχα, για να είναι πιο ασφαλής. Σκοτείνιασε και προχωρούσε σχεδόν στα τυφλά.
Ξαφνικά σταμάτησε ένα αυτοκίνητο δίπλα της και άκουσε δύο άνδρες να συζητούν. Ο ένας έλεγε· «κάτσε να τη φωνάξουμε» και ο άλλος· «όχι, δεν βλέπεις που είναι γρια;». Ο πρώτος επέμενε· «το περπάτημά της δείχνει ότι είναι νέα». Αισθάνθηκε ότι ο όσιος έκανε προσευχή γι’ αυτήν.
Οι δύο άνδρες έφυγαν λέγοντας: «πάμε να φύγουμε, γιατί δεν θα προλάβουμε να φθάσουμε στην ώρα μας». Όταν η νέα έφθασε στο μοναστήρι, βρήκε τον όσιο να είναι κάθιδρως και να έχει ένα προσόψι τυλιγμένο στο λαιμό του.
Η όψη του ήταν χλωμή από την αγωνία που είχε, διαβλέποντας τον κίνδυνο που διέτρεχε η νέα. Η προσευχή του βοήθησε πάλι. «Όταν έφυγαν οι άλλοι προσκυνητές την πήρε ιδιαίτερα και τη συμβούλευσε: «Δεν θα ‘ρθεις ξανά μόνη σου, γιατί με προσβάλλεις».
Μία χρονιά, στη μνήμη της αγίας Κυριακής, εόρταζε μία νέα και την πήρε η μητέρα της μαζί στα χωράφια για να θερίσουν. Επιστρέφοντας το δειλινό με τα ζώα για το σπίτι τους, κάπου τρόμαξαν και τους έριξαν κάτω.
Η μητέρα κτύπησε πολύ λίγο, η εορτάζουσα κτύπησε αρκετά και της έμειναν σημάδια στο πρόσωπο. Μετά από λίγες ημέρες πήγε ο όσιος στο χωριό τους, το Λιβαδερό, και η μικρή ντρεπόταν να παρουσιασθεί μπροστά του.
Ο όσιος στοργικά τη ρώτησε: «Τι έπαθες, παιδί μου;» Εκείνη δικαιολογήθηκε ότι έπεσε από το ζώο και κτύπησε. «Ξέρεις τι αυστηρή που είναι η αγία Κυριακή; Εσένα πάλι σε λυπήθηκε», της είπε αποκαλυπτικά.
Από τότε κάθε χρόνο στην εορτή της δεν εργαζόταν, εκκλησιαζόταν κι ετοίμαζε αρτοκλασία. Την ημέρα της εορτής της αγίας προτιμούσε να χάσει το ημερομίσθιό της παρά να εργασθεί.
Μία φορά, μετά από λίγα χρόνια θέλησε να μη τηρήσει την υπόσχεσή της. Με παρέμβαση του οσίου Γέροντα καθυστέρησε στην εργασία της και δεν μπόρεσε την ημέρα εκείνη να εργασθεί.
Το βράδυ στον ύπνο της της παρουσιάσθηκε ο όσιος για να της θυμίσει την υπόσχεσή της και να της πει πως εκείνος ήταν η αιτία της πρωινής της καθυστερήσεως.
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 279, 285 (αποσπάσματα).