Ένα κείμενο του π. Ανδρέα Αγαθοκλέους για τις πνευματικές καταστάσεις της υπερηφάνειας και της απόγνωσης.
«Οι άγιοι Πατέρες που «έπαθαν και έμαθαν» και άρα ό,τι λένε πηγάζει από την πείρα τους…μας παροτρύνουν να προφυλαχτούμε από δύο ακραίες πνευματικές καταστάσεις: της υπερηφάνειας και της απόγνωσης.
Η πρώτη, της υπερηφάνειας, χαρακτηρίζεται από μια δυνατή αίσθηση αυτάρκειας και αυτοθέωσης. Ο άνθρωπος νιώθει πως μόνος του μπορεί να πετύχει ό,τι θέλει. Δεν έχει ανάγκη όχι μόνο τους ανθρώπους αλλά ούτε και το Θεό. Ο ίδιος είναι Θεός!
Είναι ένα εσωτερικό βίωμα που μπορεί να διαρκέσει κάποια λεπτά, μέρες ή και μήνες.
Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, στο βιβλίο του «Κλίμακα» από το οποίο πήρε και το χαρακτηριστικό όνομα, αναλύει εκτενώς και σε βάθος το πάθος της υπερηφάνειας, από την οποία έπεσε ο διάβολος. Συνήθως εμφανίζεται μετά από την επιτυχία κάποιων σημαντικών αρετών.
Η δεύτερη κατάσταση, της απόγνωσης, εκδηλώνεται, όταν έλθουν μεγάλες, κατά την αντίληψή μας, αμαρτίες ή σημαντικές αποτυχίες στη ζωή, όπως οικογενειακές ή διαπροσωπικές συγκρούσεις, οικονομικές ατασθαλίες, κοινωνική απόρριψη, επαγγελματική κατάρρευση.
Όλα δείχνουν να μην υπάρχει διέξοδος. Ο άνθρωπος βιώνει την εσωτερική κόλαση, αφού πουθενά δεν βλέπει φως.
Βέβαια, αν και αυτό θα μπορούσε να τον οδηγήσει στο μόνο Δυνάμενο «ποιήσαι συν τω πειρασμώ και την έκβασιν», να εμπιστευτεί δηλαδή το Θεό ως Πατέρα του, εν τούτοις και εδώ έχουμε ένα μεγάλο κρυφό εγωισμό που αποξενώνει από την παρηγοριά της χάριτος.
Είναι σημαντική, τόσο στην υπερηφάνεια όσο και στην απόγνωση, η στάση που θα τηρήσει ο πνευματικός μας πατέρας αλλά και οι γύρω μας.
Αν ενθαρρύνονται τα όποια χαρίσματα – που ασφαλώς υπάρχουν σε κάθε άνθρωπο – τότε η υπερηφάνεια συνεχίζει να κυριαρχεί στην καρδιά αυτού που πάσχει από τη θανατηφόρο ασθένεια.
Αν, από την άλλη, τονίζονται τα λάθη και οι παραλείψεις – που ως άνθρωπος έχει – ενθαρρύνεται η απόγνωση με καταστροφικά αποτελέσματα σ’ αυτόν που υποφέρει από αυτήν.
Χρειάζεται να θέτουμε όρια στην επίδραση των γύρω μας, που, με καλή πρόθεση αλλά αδιάκριτα, μας επαινούν ή μας ελέγχουν. Αν ο έπαινος ή ο έλεγχος δεν οδηγούν την καρδιά σε ταπείνωση Χριστού και άρα στην ανάπαυση, τότε είναι εκ του πονηρού.
Γιατί η ταπείνωση του Χριστού, την οποία ο ίδιος μας ζητά να μάθουμε, είναι η κατάσταση της καρδιάς που δέχεται την παρουσία των χαρισμάτων ως δώρα Θεού αλλά και την αποτυχία ως τη φυσική ανθρώπινη αδυναμία που μπορεί να μεταποιηθεί σε αφετηρία για βίωση του θαύματος, αφού ξέρουμε ότι η Χάρη του Θεού «τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληρεί».
Στην ιστορία της Εκκλησίας συναντούμε χαρισματούχους που πλανήθηκαν και μεγάλους αμαρτωλούς που σώθηκαν. Κανείς δεν μπορεί να προκαθορίσει το τέλος κανενός.
Η σύνεση, η ταπείνωση, η «εκκοπή του ιδίου θελήματος» στο διακριτικό πνευματικό μας, θα μας προφυλάξει από τα δύο ακραία πνευματικά φαινόμενα και θα μας οδηγήσει «εις οδόν σωτηρίας», δηλαδή χαρά, πληρότητα, ζωή αιώνια».