«…Ήταν φοβερή η εποχή. Συνέλαβαν από τα βουνά κάποιον αντάρτη -τον ξέρουν οι παλαιοί Kοζανίται- και δεμένο τον έσερναν μέσα στην πόλη.
Κάποιοι άνανδροι Kοζανίται, που όταν εκείνος ήταν στα πράγματα καθότανε κλαρίνο μπροστά του, τώρα βλέποντάς τον σαν κτυπημένο σκυλί να τον μεταφέρουν στην πόλη, τον φτούσαν.
Αυτός ήταν εχθρός μου, επανειλημμένως επιχείρησε να με σκοτώσει.
Τον πιάσανε, λοιπόν, και σε άθλια κατάσταση τον έριξαν στη φυλακή. Όταν το έμαθα, στεναχωρήθηκα. Πήγα στις φυλακές, για να τον δω.
Οι υπεύθυνοι των φυλακών δεν με άφηναν να μπω· «Σ’ αυτόν έρχεσαι να φέρεις φαγητό;», μου είπαν· «όχι φαγητό, αλλά δηλητήριο να του δώσεις». Και τους απήντησα:
– «Όπως ερχόμουν σ’ εσάς και έφερνα φαγητό στη φυλακή και όχι δηλητήριο, το ίδιο θα κάνω και σ’ αυτόν τον φυλακισμένο».
Με άφησαν τότε να μπω. Όταν άνοιξε η πόρτα και με είδε, έκλαυσε. Ήταν σε άθλια κατάσταση.
Και είπε· «Πάτερ Aυγουστίνε, εσύ ήρθες να με δεις! Ούτε η γυναίκα μου ούτε τα παιδιά μου δεν με επισκέφθηκαν. Τώρα πιστεύω ότι υπάρχει Χριστός!»
Από την ζωή του Επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτου