«Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου, ἔπαρσις τῶν χειρῶν μου θυσία ἑσπερινή» (Ψαλμ. 140.2)
«Ζητεί λοιπόν αυτός τέτοια να γίνει η προσευχή του, όπως εκείνο το σφάγιο, που δεν είναι μολυσμένο από καμιά κηλίδα εκείνου που το πρόσφερε, όπως εκείνο το θυμίαμα το καθαρό και άγιο.
Με την αξίωση του δε αυτή μας διδάσκει να είναι οι προσευχές μας καθαρές και ευάρεστες.
Διότι τέτοια είναι η αρετή, όπως ακριβώς βέβαια η αμαρτία είναι γεμάτη δυσωδία. Γι’αυτό, θέλοντας να δηλώσει ο ίδιος ο ψαλμωδός τη δυσωδία της αμαρτίας, έλεγε· «ὅτι αἱ ἀνομίαι μου ὑπερῇραν τὴν κεφαλήν μου, ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ᾿ ἐμέ. 6 προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου» (Ψαλμ.37.5-6).
Όπως ακριβώς λοιπόν το θυμίαμα και από μόνο του είναι καλό και ευωδιάζει, αλλά όμως τότε προ πάντων δείχνει την ευωδία του, όταν έλθει σε επαφή με τη φωτιά, έτσι λοιπόν και η προσευχή είναι μεν καλή και αυτή καθ’εαυτή, γίνεται όμως καλύτερη και πιο ευάρεστη, όταν γίνεται με ψυχή γεμάτη από θέρμη και φλόγα, όταν γίνεται η ψυχή θυμιαστήριο και ανάβει πολύ μεγάλη φωτιά.
Διότι ούτε το θυμίαμα τοποθετούνταν επάνω στη σχάρα, αν δεν άναβε πρώτα, ή αν δεν είχαν καεί τα κάρβουνα. Αυτό και συ κάμε στη σκέψη σου· πρώτα άναψε αυτήν με την προθυμία, και μετά κάμνε την προσευχή.
Προσεύχεται λοιπόν και παρακαλεί η μεν προσευχή του να γίνει σαν θυμίαμα, η δε ύψωση των χεριών του σαν θυσία εσπερινή. Διότι και τα δυο είναι ευπρόσδεκτα. Πώς δε θα μπορούσε να γίνει αυτό;
Αν και τα δύο ήταν καθαρά, αν και τα δύο ήταν άμεμπτα, και η γλώσσα και τα χέρια, τα μεν χέρια καθαρά από πλεονεξία και αρπαγή, η δε γλώσσα απαλλαγμένη από πονηρά λόγια.
Διότι όπως ακριβώς το θυμιατήρι πρέπει να μην έχει τίποτε το ακάθαρτο, παρά φωτιά μόνο και θυμίαμα, έτσι και η γλώσσα δεν πρέπει να λέγει λόγια αισχρά, παρά λόγια άγια και εύφημα· έτσι και τα χέρια να γίνονται σαν θυμιατήρι.
Ας είναι λοιπόν το στόμα σου θυμιατήρι και πρόσεχε να μην το γεμίσεις με κοπριά. Τέτοιοι είναι εκείνοι που λέγουν αισχρά και ακάθαρτα λόγια. Και για ποιο λόγο δεν είπε πρωινή αλλά εσπερινή; Εμένα μου φαίνεται ότι και αυτό έχει λεχθεί χωρίς κάποιο ιδιαίτερο λόγο.
Καθόσον εάν έλεγε, πρωινή, ο περίεργος θα μπορούσε να ρωτήσει, για ποιό λόγο δεν είπε εσπερινή;
Αν όμως κάποιος ήθελε να ακούσει χωρίς πολυπραγμοσύνη, διότι η μεν πρωινή προσευχή περιμένει την εσπερινή, η δε εσπερινή, αφού γίνει, συμπηρώνει την ιεροτελεστία και δεν είναι κάπως ατελέστερη η λατρεία, εφόσον η ημέρα συνεχίζεται, αλλά ολοκληρώθηκεκαι έλαβε τέλος.
Αλλά όμως τι χρειάζεται στην προσευχή και η έκταση των χεριών;
Επειδή αυτά κάμνουν πολλές κακές πράξεις, όπως πληγώνουν, φονεύουν, αρπάζουν, κάμνουν απληστίες, γι’αυτό λοιπόν προτρεπόμαστε να σηκώνουμε αυτά ψηλά, ώστε η διακονία της προσευχής να γίνει φραγμός γι’αυτά πρός την κακία και απαλλαγή από την πονηρία κι έτσι όταν πρόκειται να τα στείλεις γιασυνήγορο σου πρός το Θεό, και μ’αυτά να απευθύνεις προς εκείνον τη θυσία εκείνη τη πνευματική, να μη τα καταντροπιάσεις και τα στερήσεις της παρρησίας πρός αυτόν με τη διάπραξη της κακής πράξης.
Καθάρισε λοιπόν αυτά με την ελεημοσύνη, τη φιλανθρωπία, την προστασία εκείνων που έχουν ανάγκη, και έτσι απήυθηνε αυτά για τη προσευχή».
Ι.Χρυσοστόμου έργα, ΕΠΕ 7