Το 1917 ήρθε στην Ιερά μας Μονή ο Παν. Κάπαρης από την Νάουσα με εντολή της πεθεράς του, η οποία ήταν βαρειά άρρωστη και με παρακάλεσε να πάω στην εξοχή ”Αμπελάς” όπου έμενε, να την εξομολογήσω και κοινωνήσω των Αχράντων Μυστηρίων.
Επειδή ήμουν ασθενής με πυρετό και υπέφερα από φοβερή ζάλη και πονοκέφαλο αρνήθηκα στην αρχή να πάω. Αλλά, επειδή άλλος ιερέας δεν ήταν στην Μονή μου είπε ο αείμνηστος Γέροντάς μου Ιερόθεος:
”Επειδή είσαι ασθενής, ανέβα σ’ ένα άλογο και πήγαινε και η Παναγία θα σε βοηθήσει. Αμέσως υπάκουσα, ανέβηκα σε ένα νέο ήμερο άλογο και ξεκίνησα από την Μονή διαβάζοντας και την Ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως”.
Μπροστά μου προπορευόταν ο γαμπρός της γυναίκας, ο οποίος με ειδοποίησε να πάω να την εξομολογήσω και να την μεταλάβω. Μόλις προχωρήσαμε μου ήρθε ένας λογισμός ότι θα πέθαινα, ότι εκείνη η ημέρα ήταν η τελευταία της ζωής μου και άρχισα να συλλογίζομαι:
Άραγε είμαι εντάξει;
Πού θα πάει η ψυχή μου; Έκανα καλά έργα στην ζωή μου για να βρω ανάπαυση στην αιώνια ζωή; Εξετάζοντας τον εαυτό μου έκρινα πως κανένα καλό δεν έκανα στην ζωή μου, ώστε να είμαι άξιος για την αιώνια ζωή.
Και πάλι μόνος μου παρηγορούσα τον εαυτό μου λέγοντας: το έλεος του Θεού και η ευσπλαχνία Του είναι άπειρα. Αν και δεν έκανα κανένα καλό, αλλά για την υπακοή που εκτελώ σήμερα, ίσως η ψυχή μου βρει ανάπαυση στην αιώνια ζωή.
Την ώρα που διάβαζα το: ”Ιδού βαδίζω προς θείαν Κοινωνίαν” ξαφνικά το άλογό μου αφηνίασε, πήδηξε σε αρκετό ύψος και με έριξε επάνω σ’ έναν τοίχο ενώ το κεφάλι μου και ιδίως το πρόσωπό μου χτύπησαν δυνατά επάνω σε μια αρκετά μεγάλη πέτρα.
Δεν αισθανόμουν που έπεσα και που χτύπησα. Αισθάνθηκα μόνο ένα δυνατό χτύπημα, σαν να με χτύπησαν με βαρύ σίδερο. Έπεσα σε αφασία και αισθανόμουν ότι η ψυχή μου χωριζόταν από το σώμα.
Από τον τοίχο που έπεσα, κυλίσθηκα κάτω στον δρόμο. Το άλογό μου έφυγε και σε λίγο επέστρεψε και στεκόταν κοντά μου και με παρατηρούσε:
Κατόπιν αισθάνθηκα σαν χέρια ανθρώπου, χωρίς να δω κανένα, να με σηκώνουν από την γη και να με στήνουν όρθιο. Και τότε άρχισε από την μύτη μου να να τρέχει το αίμα κρουνηδόν και να βάφει το έδαφος της γης.
Όταν είδα τόσο αίμα στην αρχή νόμισα ότι θα συντρίφθηκε το κεφάλι μου και ψηλαφούσα με τα χέρια μου το κρανίο και το πρόσωπο χωρίς όμως να βρω τίποτα.
Τότε νόμισα ότι τα εντόσθιά μου θα έσπασαν και άρχισα να ψηλαφώ με τα χέρια μου το στήθος, το στομάχι, τον θώρακα, τα πλευρά, τα νεφρά, τους σπονδύλους και βρίσκοντας, πως παραδόξως όλα ήταν σώα και αβλαβή, τότε κατάλαβα και είπα:
”Τέχνη σου είναι, ανθρωποκτόνε διάβολε, για να με εμποδίσεις από την ιερά μου διακονία και την ηλικιωμένη γυναίκα από την σωτήρια εξομολόγηση και την Θεία Κοινωνία, τα οποία ποθεί να λάβει πριν πεθάνει.
Γνώριζε, φθονερέ, παγκάκιστε και παμμόχθηρε, ότι θα πάω πεζός ή ακόμα και συρόμενος για να σκάσεις”.
Αφού σταμάτησε το αίμα είδα ένα παιδί κοντά σ’ ένα πηγάδι ν’ αντλεί νερό.
Ζήτησα και αφού μου έφερε, πλύθηκα και σταμάτησε το αίμα. Τότε είδα το άλογό μου να στέκεται υψηλότερα από εμένα, σ’ ένα χωράφι, περίπου 1 1/2 μέτρο υψηλότερα και να με κοιτάζει σαν εκστατικό και λυπημένο.
Είδα και τον χωρικό να στέκεται στον δρόμο 2 έως 3 μέτρα μακρυά, έντρομο και τον ρώτησα τι συνέβη. Μου αποκρίθηκε συγκινημένος΄ τώρα δεν μπορώ να σας πω, θα σας πω αργότερα όταν επιστρέψουμε.
Ανεβήκαμε πάλι στα υποζύγια και εγώ δεν αισθανόμουν κάποιο πόνο. Αισθανόμουν μόνον ότι πριν υπέφερα από φοβερό πονοκέφαλο και βρέθηκα τελείως θεραπευμένος.
Φθάσαμε στο σπίτι της γερόντισσας η οποία με μεγάλη χαρά μας υποδέχθηκε. Εξομολογήθηκε με καρδιακή συντριβή, ευχήθηκε στα παιδιά και στα εγγόνια της και με φόβο, πίστη και αγάπη μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων και την επομένη παρέδωσε το πνεύμα.
Επιστρέφοντας φτάσαμε στο μέρος όπου εξελίχθηκε το φοβερό δράμα. Τότε μου είπε ο χωρικός:
« Όταν φτάσαμε εδώ το άλογό σας αφηνίασε και πήδηξε από τον δρόμο στο χωράφι, ενώ εσείς ύγατε τελείως από το άλογο και πέσατε με το κεφάλι και το πρόσωπο σ’ αυτήν την σκληρή πέτρα.
Όταν πέσατε με οργή, ακούσθηκε ένας χτύπος σαν να εκπρυσοκρότησε όπλο και πέσατε στον δρόμο νεκρός, άφωνος. Εκείνη την στιγμή από τον τρόμο μου έπεσα και εγώ από το ζώο μου λιπόθυμος.
Σε λίγο συνήλθα και σας είδα όρθιο και έμεινα σαν εκστατικός μη μπορώντας να μιλήσω. Το φυσικό ήταν να συντριβεί το κεφάλι μου πέφτοντας επάνω στην πέτρα αλλά έγινε κάτι υπερφυσικό.
Έγινε το αντίθετο. Το κεφάλι συνέτριψε την πέτρα διότι μετά από δυο ή τρεις ημέρες αισθανόμουν κάτι να με ενοχλεί στο πρόσωπο και βάζοντας το χέρι μου έβγαλα τρία λεπτά τεμάχια της πέτρας εκείνης, τα οποία είχαν σφηνώσει, το ένα στο φρύδι επάνω από το δεξί μάτι, το άλλο στην άκρη της μύτης και το τρίτο στην δεξιά σιαγόνα.
Όταν αφαιρέθηκαν τα τεμάχια, ούτε σταγόνα αίματος δεν έτρεξε, ούτε ουλή ή σημείο έμεινε. Εάν η χάρη του Θεού δεν με βοηθούσε, ούτε πρόσωπο, ούτε δόντια, ούτε μάτια, ούτε κρανίο θα έμενε υγιές, αλλά θα είχε συντριβεί ολόκληρο το κεφάλι μου.
Η χάρη του Κυρίου, το Άγιο Σώμα και Αίμα του Σωτήρα μας, τα οποία έφερα επάνω μου, με φύλαξαν και δεν με άφηναν να πάθω κάτι.
Ο Κύριος απέστειλε τον άγγελό Του ο οποίος με έσωσε από τον κίνδυνο και όχι μόνο σώθηκα, αλλά και παραδόξως τελείως θεραπεύθηκα από τον πυρετό, την ζάλη και τον πονοκέφαλο από τον οποίον υπέφερα και δεν μπορούσα να διαβάσω τελείως ή να γράψω.
Από τότε και μέχρι σήμερα και γράφω και διαβάζω πολλές ώρες χωρίς να υποφέρω. Όταν επέστρεφα με τον σύνοδό μου και πλησίασα στο μέρος όπου έπεσα, είδα επάνω σ’ ένα βράχο το διάβολο με σχήμα μεγάλου τράγου, με κέρατα και ουρά.
Καθόταν όρθιος, στηριγμένος στα πίσω πόδια και με κοίταξε με άγριο και βλοσυρό βλέμμα.
Στην αρχή νόμισα ότι ήταν ζώο από τους συνηθισμένους τράγους, αλλά το μέγεθος του σώματος,διότι ήταν σαν ένα μεγάλο πουλάρι, η απαίσια μορφή του, το άγριο και βλοσυρό βλέμμα του μου έδωσαν να καταλάβω, ότι δεν ήταν ζώο, αλλά ο μιαρός και μισόκαλος δαίμονας, τον οποίον ΄’όταν τον είδε το άλογό μου τρόμαξε.
Κύριε ”ρύσαι ημάς από του πονηρού”. Αμήν.
Εισαγωγή στο διαδίκτυο, επιμέλεια, παρουσίαση κειμένου Αγιοκυπριανίτης
Εκ του βιβλίου – έκδοση του Ιερού Ησυχαστηρίου Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης Θαψανών Πάρου
”Αγίου Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου Απομνημονεύματα (αυτοβιογραφία)” σελ. 168-173, Πάρος 2008.