Αγιογραφία – Μελέτη – Ιστορία
Κάποιος σύγχρονος αγιογράφος αφιέρωσε ένα βιβλίο του «Στην αγαθή Σοφία του Θεού, που δημιούργησε το κάλλος». Πράγματι, ο Θεός χάρισε στον άνθρωπο την δυνατότητα να αποτυπώνει πάνω σε άψυχες επιφάνειες διάφορες συνθέσεις, πρόσωπα, τοπία, να εκφράζει συναισθήματα, να δημιουργεί ένα είδος ζωής.
Ποιος δεν μένει εκστατικός μπροστά στα μοναδικά αριστουργήματα μεγάλων ζωγράφων καλλιτεχνών, οι οποίοι υπηρέτησαν την τέχνη αυτή στο διάβα των αιώνων; Όμως παρ’ όλη την καλλιτεχνική αξία και ωραιότητα των έργων αυτών, δεν έπαψαν και δεν παύουν να είναι έργα που αναφέρονται στον άνθρωπο. Γι’ αυτό και η ευεργετική Πρόνοια του Τριαδικού Θεού δεν σταμάτησε εδώ.
Το Πανάγιον Πνεύμα ενέπνευσε θεοφιλείς ψυχές και τις επροίκισε με καλλιτεχνική και πνευματική ευαισθησία ώστε να επιδοθούν και τελικώς να επιτύχουν να αποδώσουν δια χρωμάτων και γραμμών όχι απλώς ένα είδος ζωής αλλά αυτή την ίδια την Ζωή. Τον Θεάνθρωπο και Σωτήρα μας Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν και Λόγον του Θεού, «τον ωραίον κάλλει παρά πάντας ανθρώπους».
Το ότι τα επιτεύγματα των χριστιανών αγιογράφων είναι θεόπνευστα μπορεί κανείς εύκολα να το διαπιστώσει έχοντας ως οδηγό την Αγία Γραφή.
Στο βιβλίο της Εξόδου αναφέρονται τα παρακάτω: «και ελάλησε Κύριος προς Μωϋσήν λέγων. Ιδού ανακέκλημαι εξ ονόματος τον Βεσελεήλ τον του Ουρείου τον Ωρ, εκ της φυλής Ιούδα, και ενέπλησα αυτόν πνεύμα θείον σοφίας και συνέσεως και επιστήμης εν παντί έργω διανοείσθαι και αρχιτεκτονήσαι…» (Εξ 31,1-5).
Αν λοιπόν, σύμφωνα με την επιτυχή έκφραση στοχασμού συγχρόνου διδασκάλου της αγιογραφικής τέχνης, στους χρόνους της Παλαιάς Διαθήκης για την κατασκευή της Σκηνής του Μαρτυρίου έδωσε ο Θεός στον Βεσελεήλ «πνεύμα θείον σοφίας», πόση άραγε σοφία και έμπνευση έδωσε στους μαΐστορες αγιογράφους της περιόδου της Καινής Διαθήκης ώστε να απεικονίσουν το αρχέτυπο κάλλος της μορφής του ενανθρωπήσαντος Κυρίου Ιησού, του ασάρκου Λόγου της Παλαιάς Διαθήκης;
Έτσι λοιπόν έκανε την εμφάνισή της και εν συνεχεία αναπτύχθηκε η Ορθόδοξη Αγιογραφία, ή όπως αλλιώς ονομάστηκε η Ζωγραφική της Ορθοδοξίας. Στην εποχή μας παρατηρείται ένα γενικότερο ρεύμα επιστροφής στις πηγές της Ορθοδόξου παραδόσεως.
Μέσα στην προσπάθεια αυτή εντάσσεται και η επί των ημερών μας αναβίωσις της βυζαντινής αγιογραφίας.
Πολλοί Έλληνες και ξένοι θεολόγοι, οι διάφοροι ειδικοί στα θέματα της τέχνης, ορθόδοξοι και μη, έχουν αντιληφθεί ότι η αγιογραφία δεν είναι ένα είδος τέχνης, που εξυπηρέτησε μόνο την εποχή της.
Ανακάλυψαν μάλιστα, ότι εκείνα που θεωρούσαν ότι είναι ατέλειες και ελλείψεις της, έχουν κάποιο μυστικό, πνευματικό και θεολογικό βάθος. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και το κλειδί κατανοήσεως της ορθοδόξου εικόνος. Εδώ ως θησαυρός κεκρυμένος ανιχνεύεται ο σκοπός και τελικά ανακαλύπτεται η αξία της εικονογραφίας.
Η εικόνα δεν βοηθά απλώς την μνήμη να αναπλάσει παλαιά γεγονότα ή πρόσωπα, αλλά δημιουργεί μια αίσθηση παρουσίας. Φέρνει τον πιστό σε προσωπική σχέση και επαφή με την υπόσταση του εικονιζομένου αγίου.
Άρα, λοιπόν, η εικόνα δεν είναι απλό έργο τέχνης η θρησκευτικός πίνακας, αλλά όπως εμφαντικώς τονίζουν ο Λ. Ουσπένσκι και ο Φ. Κόντογλου, είναι ένα ιερό λειτουργικό σκεύος που αγιάζει τον άνθρωπο. Πολύ πετυχημένα ονομάσθηκε ως μία Αγία Γραφή για τους απλούς και τους αγράμματους και ως μία οπτική θεολογία για τους θεωρούς και τους ειδήμονες.
Οι θείες εικόνες «ομιλούν» εντός των καρδιών των ανθρώπων και κάθε ψυχή η οποία θα ατενίσει στις θείες αυτές μορφές και παραστάσεις επιτυγχάνει την επικοινωνία μετά του Θεού και των αγίων Του.
Το Ιερό Ησυχαστήριο θέλοντας ταπεινά να συμβάλει στην πνευματική αναβάθμιση του λαού του Θεού και να τον διαφωτίσει γύρω από την θεολογία της αγίας εικόνος, προβαίνει σε αυτήν την με απλά λόγια παρουσίαση, ώστε έχοντας οι πιστοί την απαραίτητη γνώση, να προσκυνούν συνειδητά και να ανάγονται με τον νού και την καρδιά τους εις το πρωτότυπον, όπως ο Μέγας Βασίλειος διακηρύττει ότι «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει».