ΕΥΛΑΒΕΙΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΩΤΑΤΗΝ ΙΕΡΩΣΥΝΗΝ
(Ιδίως για μέλλοντας να χειροτονηθούν)
Αδελφέ μου,
Πολύ με χαροποίησε το γεγoνός, ότι επί πολύν χρόνον ποθείς να διακονήσης τον Κύριο μπρος στο φρικτό Θυσιαστήριό Του προσφέροντας τον εαυτό Σου με τη διάθεση να αποτελής, καίτοι θύτης του Αμνού, θύμα τον εαυτό Σου, προσφέροντάς τον «θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον, την λογικήν Σου λατρείαν» ως ιερεύς και «οικονόμος της ποικίλης χάριτος του Θεού».
Χαίρω και συγχαίρω μαζί Σου και με εκλεκτή Σου ομόζυγον καθώς και με όλους όσοι αγαπούν το πρόσωπό Σου για το μεγάλο αυτό βήμα, το οποίο θέλεις να κάνης.
Ταπεινά παρά την αναξιότητά μου εύχομαι και προσεύχομαι «εκ ψυχής» διαθέρμως και με αγάπη πολλή και γνήσια διάθεση να Σε αναδείξη ο Κύριος εκλεκτό όργανο της Χάριτός του, δοχείον ο ίδιος αυτής Χάριτος εν πλησμονή και φορεύς της δια της διαχειρίσεως των θειοτάτων Μυστηρίων, υπογραμμιζομένων εκάστοτε με το άγιο παράδειγμά Σου, με τη γνήσια πίστη Σου, με την ενεργό αγάπη Σου, με τη διάθεση του καλού ποιμένος, ο οποίος θα είναι έτοιμος «ίνα και την ψυχήν αυτού θήση» υπέρ των λογικών προβάτων της θείας Ποίμνης του Μεγάλου Αρχιποίμενος και πρώτου «την ψυχήν αυτού θέντος», του Κυρίου Ιησού Χριστού.
Μη έχοντας τίποτε το κατάλληλο να προσφέρω ως δώρο για το βήμα, που πρόκειται να κάνης και το οποίο να εκφράζη κάπως τα συναισθήματά μου, επιχειρώ να καταθέσω κάποια λογικά άνθη που προσπάθησα να συλλέξω από τον Πατερικόν Λειμώνα ο «έσχατος εγώ ως βδελυρόν έκτρωμα», προκειμένου να αντιμετωπίσης, όπως πρέπει την ιερατική Σου κλήση και το έργο διαποιμάνσεως ψυχών «υπέρ ων Χριστός απέθανε».
Πολλά θα είχε κανένας να πη για το μεγάλο γεγονός που επιθυμείς να ζήσης. Περιορίζομαι όμως για τώρα σε ό,τι, το πάντα περιωρισμένο του χρόνου, μου επέτρεψε να διατυπώσω.
Μέγιστη η τιμή της εισόδου στη θεία και σεβάσμια Ιερωσύνη. Και όποιος καταξιώθηκε να εισέλθη σ’ αυτήν οφείλει πρώτιστα να έχη στο διηνεκές τον εαυτό του «τεθυμένον τω θανάτω των παθών και των ηδονών», αν βέβαια θέλη να μην κατακαή ολόκληρος σαν εύφλεκτο υλικό από το θείο και άυλο πυρ της Θεότητος, που προσεγγίζει.
Ξέρουμε δε από τη θεία Γραφή πως αν το Σεραφείμ δεν τόλμησε να έρθη σε επαφή με τον θείον άνθρακα, που με αυτόν εξάγνισε τα χείλη του Προφήτου Ησαΐου (ς’ 6), πώς θα τολμάη ο ιερωμένος άνθρωπος να έρχεται σε επαφή με τον Θείο Άνθρακα χωρίς τον ακατάπαυστον αγώνα της απαθείας και του αγιασμού;
Με την απάθεια, δηλαδή την ελευθερία από τα πάθη, θα έχη την αγιασμένη γλώσσα και τα καθαρά χείλη, την αγιασμένη ψυχή και τα αγνισμένα χέρια, τα λαμπρότερα από χρυσάφι, ως μέσα επιτελέσεως της υπερούσιας θυσίας και της προσφοράς του μοναδικού και υπερτίμου Θύματος, του Ιησού Χριστού.
Γι’ αυτό και απαιτείται πολυποίκιλη και συστηματική εσωτερική εργασία δια βίου. Μερικά στοιχεία της θα αναφέρω, άλλα κάπως ανεπτυγμένα και άλλα επιτροχάδην.
Α) «Εαυτώ προσέχειν», ώστε να μεταμορφώνεται διαρκώς και περισσότερο σε σκεύος εκλογής.
Η απερινόητη αγαθότης του Κυρίου «θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμ. β’ 4). Και στο έργο αυτό καταδέχεται να χρησιμοποιή ως όργανά της ανθρώπους «περικειμένους ασθένειαν» (Εβρ. ε’ 2) και μάλιστα εμάς τους ιερείς. Μεγάλη η συγκατάβαση του Κυρίου και μέγιστη η τιμή.
Κάθε ιερατική ψυχή «εαυτής επιγνώμων» (Παροιμ. ιγ’ 10) καθώς αναλογίζεται τη μοναδική αυτή κλήση, που της έγινε, αναρωτιέται. «πόθεν μοι τούτο;» Από πού και γιατί αυτή η διάκριση;
Όσο κι αν ψάχνει, δεν βρίσκει καμμιά αναλογία ανάμεσα στην τιμή της κλήσεως και στη δική της αξία. Το ξέρει πολύ καλά πως «κατηξιώθη λειτουργείν τω αγίω Θυσιαστηρίω -και τη λοιπή σωτηριώδει συνεργασία»– «ου δια τας δικαιοσύνας αυτής.
Ου γαρ εποίησέ τι αγαθόν επί της γης, αλλά δια τα ελέη και τους οικτιρμούς» του Θεού (ευχή καθαγιασμού θ. Λειτουργίας Μ. Βασιλείου). Αυτή όμως η εν ελέει και οικτιρμοίς κλήση του Κυρίου αποτελεί και αντικείμενο ιδιοποιήσεώς της με συνειδητή εργασία πια μέσα μας.
Δεν υπήρχαν ανθρώπινες προϋποθέσεις για την αποδοχή της. «Τούτο ουκ εξ ημών, Θεού το δώρον» (Εφεσ. β’ 8). Από ‘κει και πέρα όμως αρχίζει το προσωπικό μας έργο, για την ανταπόκριση σ’ αυτό το δώρο, οπότε κατά την πορεία του «και εαυτούς σώσομεν και τους ακούοντας υμών» (Α’ Τιμοθ. δ’ 16).
Πολλά είναι αυτά που κάθε (ευ)συνειδητή ιερατική ψυχή οφείλει να φροντίζη να έρευνα και αντίστοιχα να κάνη στον εαυτό της εν προκειμένω.
Δεν είναι βέβαια δυνατόν να αναφερθούν ούτε και επιγραμματικά στα περιωρισμένα πλαίσια του κειμένου αυτού όσα θα μπορούσαν και θα έπρεπε να αποτελούν αντικείμενο των επιδιώξεών της για τον σκοπό αυτόν.
Θα περιορισθώ μόνο σε κάποιες υποδείξεις που η φιλοκαλική και νηπτική σοφία και εμπειρία μας απευθύνει.
«Ιερωσύνης καταξιωθείς της θείας και σεβασμίας, σεαυτόν πρότερον κεχρεώστηκας έχειν τεθυμένον θανάτω των παθών και των ηδονών», προτρέπει ο όσιος πατήρ Θεόγνωστος (Φιλοκαλία, τ. β’, σελ. 257-258, όπου και τα επόμενα αποσπάσματα).
Αν η θεόπνευστη γραφίδα του θείου αποστόλου Παύλου κάνει την ίδια σύσταση στους πιστούς «παραστήσαι τα σώματα αυτών θυσίαν ζώσαν, αγίαv, ευάρεστον τω Θεώ, την λογικήv λατρείαν αυτών» (Ρωμ. ιβ’ 1), πολύ περισσότερο ισχύει αυτή η προτροπή για τον ιερέα. Αυτό, που θα διαζωγραφήση με το λόγο του ερμηνεύοντας την ίδια περικοπή προς οικοδομήν των πιστών, πρέπει να αποτελή έκφραση εκείνου που είναι ο ίδιος.
Τότε μόνον ο λόγος του θα γίνεται «ένσαρκος», γιατί δεν θα είναι πια θεωρητικός και αφηρημένος, αλλά προβολή αυτού, που προηγουμένως ο ίδιος έχει ζήσει και συνεχώς ζη. Και με τον τρόπο αυτόν δεν θα αποτελή ο λόγος αυτός κάτι το αδύνατο να πραγματοποιηθή, αλλά κάτι, που είναι θεία προτροπή και εντολή πραγματοποιήσιμη εδώ και τώρα.
Έτσι θα προβάλλη ο ιερεύς «ως εκ νεκρών ζων» (Ρωμ. ς’ 13). Θα αποτελή ζωντανή παρουσίαση του τι σημαίνει να μην αφήνη κανένας να βασιλεύη «η αμαρτία εν τω θνητώ αυτού σώματι εις το υπακούειν αυτή εν ταις επιθυμίαις αυτού» (αυτ. στ. 12), αλλά αντίθετα να «παριστά τα μέλη εαυτού όπλα δικαιοσύνης τω Θεώ» (αυτ. στ. 14).
Και αυτό είναι εκείνο που προ πάντων σήμερα χρειάζεται. Ο σημερινός άνθρωπος, ο τηλεοψιόθρεπτος σημερινός άνθρωπος, ζη με την εικόνα, τρέφεται με την εικόνα, σκέπτεται με την εικόνα.
Θεωρητική και άλλη προσφορά του είναι δυσαπόδεκτη. Ό,τι είναι ζωντανό και απτό, ό,τι θεατό και συγκεκριμένο και βιούμενο, ό,τι μεταμορφούμενο σε ζωή, τον εντυπωσιάζει, το καταλαβαίνει, του μιλάει στην ψυχή και, αν έχη κατά βάθος καλή διάθεση, αν είναι «εκ της αληθείας» (Ιω. ιη’ 37), συγκλονίζεται και δέχεται τη σώζουσα αλήθεια, που ο ιερεύς του προβάλλει.
Γι’ αυτό το έργο μας είναι πρώτιστα εσωτερικό και δευτερευόντως εξωτερικό. Όχι πως η εξωτερική δραστηριότης είναι εξοβελιστέα και απορριπτέα. Κάθε άλλο! Όμως πριν από αυτήν, όσο αναγκαία κι αν είναι -και είναι!- προηγείται η εσωτερική εργασία. «Αγιασθήvαι πρώτον, είτα αγιάσαι».
Αλλιώς εύκολη είναι η μετάπτωση στον επαγγελματισμό, όσο καλή διάθεση κι αν υπήρχε στο ξεκίνημα.
Το έργο του ιερέως είναι πρώτιστα εσωτερικό, μυστικό, πνευματικό. Η ζωή του «κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ» (Κολασ. γ’ 2). Και αυτήν καλλιεργεί διαρκώς και αφανώς, «εαυτώ προσέχων» (Πράξ. κ’ 28) και έπειτα «παντί τω ποιμνίω» (αυτ.). Χωρίς την εργασία αυτή «ουδέν εστι γενέσθαι των δεόντων», όσο κι αν προσπαθήσει.
Το έργο του θα είναι χωρίς ρίζες και βάθος και γι’ αυτό και χωρίς αξία στα μάτια του Θεού. Γι’ αυτό και κυριώτατο έργο του αποτελεί η παράσταση στο «ιερώτατον και φρικώδες» Θυσιαστήριον και η με κάθε συντριβή, με μετάνοια και συναίσθηση μετοχή στην «φρικώδη και ζωηράν θυσίαν», την οποία ως εκπρόσωπος της λατρευούσης κοινότητος προσφέρει στον ουράνιο Πατέρα εν Χριστώ Ιησού δια Πνεύματος Αγίου.
Ο ίδιος είναι «ύλη εύπρηστος», εύφλεκτο υλικό, καθ’ εαυτόν και υπόκειται στον κίνδυνο «τω θείω κατακαήναι πυρί», χωρίς τη συναίσθηση του τι είναι ο ίδιος και τι το τελεσιουργούμενον αγιώτατο Μυστήριο. «Ει γαρ το Σεραφείμ λαβίδος χωρίς ου τετόλμηκε του θείου προσάψασθαι άνθρακος (Ησ. ς’ 6) πως αυτός (δηλ. εσύ ο ίδιος) εκτός απαθείας άψη;».
Αυτή η απάθεια -θέμα μεγάλο αυτό που χρειάζεται μακρά ανάλυση- είναι η «λαβίς η μυστική», που θα δεχθή ακίνδυνα τον «άνθρακα Χριστόν» και επομένως την μαζί του μυστική ένωση. Μόνον έτσι θα μπορή να έχη
«γλώσσαν ηγιασμένην,
χείλη κεκαθαρμένα,
ψυχήν αγνήν συν τω σώματι
και αυτάς τας χείρας
χρυσίου λαμπροτέρας παντός
ως υπουργός του υπερουσίου πυρός και θύματος» (Θεόγνωστος, ό.π.). «Σύνες των λεγομένων απρίξ την δύναμιν ότι εκείνο καθ’ εκάστην εποπτεύεις του Θεού το σωτήριον», εξακολουθεί να μας λέη ο όσιος Θεόγνωστος.
Κατάλαβέ το πολύ καλά, ότι δηλαδή έχεις κάθε μέρα μπροστά σου και βλέπεις τον Σωτήρα και τη σωτηρία, που έστειλε ο Θεός με τον ερχομό του Σωτήρος στον κόσμο. Και να το βλέπης, όπως το είδε και έμεινε έκθαμβος ο πρεσβύτης Συμεών, που, αφού το είδε, ζητούσε να τον απολύση ο Θεός από τη ζωή ετούτη την εφήμερη και παροδική.
Και προσθέτει ο όσιος κάτι, που μας βάζει σε φοβερές σκέψεις και μας φέρνει σε δύσκολη θέση: «Ει μη εχρηματίσθης υπό του Αγίου Πνεύματος δεκτός είναι μεσίτης Θεού και ανθρώπων, ώσπερ ισάγγελος, μη κατατολμάς ριψοκινδύνως της των θείων φρικτής και πανάγνου ιεροτελεστίας, ην και άγγελοι σέβονται και πολλοί των αγίων ευλαβώς υπεστάλησαν, μήπως ως ο Ζαν εκείνος δοκήσει του αγαθού εξολοθρευθής».
Αν δεν σε πληροφόρησε το Άγιον Πνεύμα, ότι είσαι δεκτός να διακονήσης ως μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων σαν ισάγγελος, μην παίρνεις το θάρρος να ριψοκινδυνεύης τελώντας τη θεία και φρικτή και πάναγνη ιεροτελεστία, που σέβονται οι άγγελοι και πολλοί από τους αγίους την σεβάστηκαν απόλυτα ως κατακάθαρη.
Πρόσεξε μήπως σε αντίθετη περίπτωση πάθης ό,τι έπαθε και εκείνος ο Ζαν (Β’ Βασιλ. ς’ 6-7), που, νομίζοντας πως κάνει κάτι καλό, τελικά εξωλοθρεύτηκε!
Φοβερος ο λόγος! «Φοβηθώμεν ουν μήποτε δοκή τις εξ ημών υστερηκέναι», μήπως κάποιος από μας αποδειχθή πως υστερεί ως προς τη συνειδητοποίηση αυτού, που, αν και αμαρτωλοί, καταξιωθήκαμε να δεχτούμε.
Και όχι μόνο να συνειδητοποιήσουμε, αλλά και να κάνουμε ό,τι μπορούμε περισσότερο, για να φανούμε άξιοι της κλήσεως, που μας έγινε, μη μένοντας σε μια θεωρητική διαπίστωση, αλλά προχωρώντας ταπεινά και με όλη τη συναίσθηση της αδυναμίας μας σε ό,τι η αποδοχή της κλήσεως εκ μέρους μας συνεπάγεται. Και πιο συγκεκριμένα:
Α) Πρώτιστα «εαυτώ προσέχειν» οφείλει ο ιερεύς, ώστε να μεταμορφώνεται διαρκώς και περισσότερο σε σκεύος εκλογής.
Β) «Μνημονεύειν της ισαγγέλου τιμής», της όποίας καταξιώθηκε, με σπουδή ακατάπαυστη να διαμένη ανέπαφος ψυχή και σώματι με κάθε αρετή και καθαρότητα και πρώτιστα με την ταπεινοφροσύνη, που η έλλειψή της γκρέμισε από τον ουρανό τον Εωσφόρο. «Σπουδάζειν επομένως δει έχειν εαυτόν ως γην και σποδόν και κάθαρμα και κύνα τινά», με άλλα λόγια οφείλει ο ιερεύς να έχη για τον εαυτό του βαθύτατο ταπεινό φρόνημα θεωρώντας τον εαυτό του τιποτένιο, χώμα, που πατιέται, και στάχτη, που είναι για πέταμα.
Γ) «Ρείθροις δακρύων πρότερον υπέρ χιόνα εαυτόν λευκαίνειν και ούτω λελευκασμένη συνειδήσει δια καθαρότητας άπτεσθαι των αγίων ως άγιος, ώστε τη εκτός αγγελομόρφω λευχειμοσύνη την ένδοθεν υπεμφαίνειν της ψυχής ωραιότητα».
Πρέπει με ποταμούς δακρύων να λευκαίνη ο ιερεύς τον εαυτό του περισσότερο και από το χιόνι και έτσι με λευκασμένη και καθαρή τη συνείδησή του με καθαρότητα να αγγίζη τα Άγια, ώστε με την εξωτερική αγγελόμορφη καθαρότητα να υπονοήται και η εσωτερική καθαρότητα.
Δ) «Ιμείρεσθαι τον ιερέα της εντεύθεν εκδημίας ως τετελειωμένος δια πίστεως. Ανακεκραμένος δια της αγάπης Χριστώ, ον αξιούται θύειν. Γενόμενος γαρ σύμφυτος τω ομοιώματι του θανάτου του Χριστού, γίνεται και κοινωνός της αναστάσεως αυτού μηκέτι εαυτώ ζων, αλλά Χριστώ».
Ο ιερεύς πρέπει να λαχταράη να φύγη από τον κόσμο αυτόν ως ήδη φτασμένος και τέλειος πνευματικά δια μέσου της πίστεως. Πρέπει να τον έχη διαποτίσει η αγάπη του Χριστού, που αξιώνεται να τον θυσιάζη στο ιερό Θυσιαστήριο δια της θείας Ευχαριστίας.
Διότι γινόμενος μέτοχος του θανάτου του Χριστού γίνεται και συμμέτοχος της αναστάσεώς του, εφόσον δεν ζη πια για τον εαυτό του, αλλά για τον Χριστό και μόνο.
Ε) «Συνέχεσθαι τω του Θεού φόβω και τω συνεκδήμω αυτού πόθω». Πρέπει να έχη μέσα του ο φόβος του Θεού και να τον έχη κυριέψει κυριολεκτικά και να τον διακατέχη και ο συνοδοιπόρος του θείος πόθος.
Ο πρώτος -ο φόβος- καθαρίζει την ψυχή με την ευλάβεια και την αιδήμονα και όλη σεβασμό προ του Κυρίου στάση και ο δεύτερος -ο πόθος- τελειοποιεί μέσω της φωτιστικής και αγίας έξεως και της υψηλής θεωρίας και θείας αναβάσεως του νου και της καρδιάς προς τον Κύριο.
ς) Αποφυγή αδιαφορίας και αμέλειας στα ιερά και πνευματικά καθώς και της καταφρονήσεως των θείων και ιερών και αγίων δια εθισμού και εξοικειώσεως και λησμοσύνης της πρώτης αγάπης, του αρχήθεν ιερού ζήλου και των αρρήτων θείων και πρωτογενών συναισθημάτων της σεβασμίας ημέρας της εισόδου στη θεία και αγιωτάτη ιερωσύνη.
Ζ) «Καταφρόνησις του προς τα ρέοντα πόθου», ώστε να μη ελκύουν τα φευγαλέα και προσωρινά πράγματα του κόσμου αυτού την καρδιά του ιερέως. «Η προς τα γήινα προσπάθεια (δηλ. προσκόλληση) προς εαυτήν δεσμεύει» την καρδιά, πράγμα, που την κάνει όμοια με αετό παγιδευμένον και ανίκανον να αρθή προς τα αιθέρια ύψη των αγίων και ιερών αναβάσεων.
Η) Αγών διηνεκής και αδιάκοπος «τον αρραβώνα της σωτηρίας λαμβάνειν κρυπτώς, ένδον εν τη καρδία αυτού πληροφορία ανενδοιάστω». Αγώνας συνεχής για να δέχεται μέσα του ο ιερεύς την προκαταβολική πρόγευση της σωτηρίας με πληροφορία εσωτερική και αμετακίνητη και βεβαιότητα, που δεν την κλονίζει καμμιά σχετική αμφιβολία σχετικά με την σωτηρία εν Χριστώ.
Και τούτο το πληροφορείται, εάν δεν τον τύπτη η συνείδησή του για παροργισμούς, για μη τιθάσσευση, εξημέρωση και υποταγή και τελικά κυριαρχία πάνω στην αγριότητα των παθών.
Εάν αναβλύζη η πηγή των δακρύων της μετανοίας εν συντριβή καρδίας και της παρακλήσεως του Αγίου Πνεύματος και εάν ο νους προσεύχεται καθαρώς και αμετεωρίστως, δηλαδή χωρίς να πάη εδώ κι εκεί ο νους κατά τη διάρκεια της προσευχής.
Θ) Ακαταπόνητος προσπάθεια «ασπασθήναι την αγνείαν ως κόρην οφθαλμού». Αυτή καθιστά τον ιερέα ναόν Θεού «επέραστον», αγαπημένη του Θεού.
Διότι «ουκ έστιν έτερόν τι μείζον της σωφροσύνης και παρθενίας», η οποία θαυμάζεται και από αυτούς τους αγγέλους. «Το γαρ συνδεδεμένον τινά σαρκί και αίματι σπεύδειν μιμείσθαι την των ασωμάτων αϋλίαν δια της αγνείας αεί, πόσων δείται των μόχθων και ιδρώτων;».
Το ότι κανείς είναι δεμένος με σάρκα και αίμα και να σπεύδη να μιμήται τους άυλους αγγέλους, που δεν έχουν σώμα, διαρκώς με την αγνότητα, αλήθεια πόσους αγώνες δεν απαιτεί; Χωρίς τον έσω και έξω αγιασμό δεν μπορεί να καθορά ο λειτουργός τον άγιον Θεό.
Ι) Εφόσον αποτολμήθηκε η άρση του ζυγού της Ιερωσύνης, οφείλει ο ιερεύς να «κατορθοί την οδόν αυτού», να εφαρμόζη σωστά αυτά, που απαιτεί η πνευματική του πορεία και να ορθοτομή, δηλαδή να διδάσκη το λαό σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, προσφέροντάς του τον λόγον της αληθείας μετά φόβου και τρόμου δι’ αυτού την ιδικήν του πρώτα σωτηρία και έπειτα τη σωτηρία των άλλων.
ΙΑ) Να προσφέρω «νηφόντως και πεπονημένως υπέρ εαυτού μετά συντριμμού και δακρύων κατά το δυνατόν την ιεράν θυσίαν εις εξίλασμα». Να προσφέρη τη θεία προσφορά στο Θυσιαστήριο του Θεού για συγχώρηση όσο γίνεται με πιο μεγάλη προσοχή και κοπιαστική προσπάθεια και παράλληλα με συντριβή καρδιάς. Και τέλος
ΙΒ) Να συνειδητοποιή όλο και βαθύτερα και μονιμώτερα, ότι «τόσον υπέρκειται η της σεβασμίας Ιερωσύνης η λατρεία και προς το θείον εξίλασις και δυσώπησις πάσης ψαλμωδίας και προσευχής, όσον αστέρων ήλιος.
Αυτόν γαρ εκείνον τον Μονογενή θυσιάζομεν και προτίθεμεν και προσάγομεν εις παράκλησιν και σωτηρίαν τον υπέρ αμαρτωλών δωρεάν σφαγέντα δια φιλανθρωπίαν. Το δε θείον αίμα και τίμιο ρύπτει και καθαίρει παντός υσσώπου επέκεινα κηλίδα πάσαν και σπίλον καθιστώσα αγγελοειδή ή μάλλον Χριστοειδή τον ιερέα του Χριστού και μέτοχον της θείας του ζωής» και τώρα και στον αιώνα της καινής κτίσεως στη βασιλεία Του.
Με άλλα λόγια, να του γίνεται όλο και πιο βαθειά η συναίσθηση, ότι τόσο πολύ ξεπερνάει η λατρεία της σεβάσμιας ιερωσύνης και προσφορά της για συγχώρηση και συμφιλίωση με τον Θεό από κάθε ψαλμωδία και προσευχή, όσο ο ήλιος διαφέρει από τα άστρα.
Γιατί προσφέραμε τον ίδιο τον Μονογενή Υιόν του Θεού, τον Χριστόν ως παράκληση και σωτηρία αυτόν, που σφάχθηκε δωρεάν χάριν των αμαρτωλών από απέραντη φιλανθρωπία και αγάπη για τον άνθρωπο.
Και το αίμα το θεϊκό του Χριστού καθαρίζει περισσότερο από κάθε άλλο αγιαστικό μέσον κάθε πνευματική κηλίδα και κάθε τι που μολύνει την ψυχή και κάνει έτσι όμοιον με άγγελον ή καλύτερα όμοιον με τον Χριστό τον ιερέα του Χριστού και μέτοχον της θεϊκής του ζωής.
Τόσο μεγάλη είναι η Ιερωσύνη!
Σου τα εύχομαι όλα αυτά από καρδίας να τα ζης, Αδελφέ. Έτσι θα γεύεσαι την χάρη και την ευλογία της Ιερωσύνης και θα νιώθης πάντοτε να Σε συντροφεύη αυτή η συναίσθηση και η χαρά και η συγκίνηση ετούτης της ιερατικής κλήσεως και ιδιότητος.
Γι’ αυτό θα προσεύχεται ταπεινά ο γράφων την παρούσα και παρακαλεί να εύχεσαι και Συ για τον γράψαντα, να τα ζη και αυτός όσο μπορεί πιο πολύ και με κάθε συνέπεια. Μαζί με τις εγκάρδιες προσρήσεις μου και τους θερμούς χαιρετισμούς μου στην αγαπητή Σας σύντροφο ζωής, παρακαλώ δεχθής την έκφραση της εν Kυρίω πολλής αγάπης του και τιμής.
Εκδόσεις «ΟΡΘΟΔ0ΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» Θεσσαλονίκη