Προ πολλών ετών εις ένα μικρόν δωμάτιον, πλησίον του Οστεοφυλακίου της Σκήτης της Αγίας Άννης. ησκήτευεν ο ιερομόναχος Ματθαίος, προσευχόμενος αδιαλείπτως.
Μίαν ημέραν ο παπα – Ματθαίος ήκουσε θόρυβον εις το Οστεοφυλάκιον. Ανοίγει την πόρτα και τί βλέπει ; Βλέπει πολλούς ωραίους νέους, άλλοι να παίρνουν οστά από εκεί και να φεύγουν και άλλοι να φέρνουν οστά και να τα τοποθετούν εις το Οστεοφυλάκιον.
Έμεινεν εκστατικός. Την απορίαν του την έλυσεν ένας από τους λαμπρούς εκείνους νέους :
-Τί θαυμάζεις, παπα-Ματθαίε, του είπε. Εμείς είμεθα άγγελοι Θεού και πήραμε εντολή από την Παναγία να κάνωμε αυτό που βλέπεις. Μεταφέρουμε δηλαδή εδώ τα οστά εκείνων των ανθρώπων, οι οποίοι έφερναν συνεχώς τον νουν των εις το Άγιον Όρος και επεθύμουν να τελειώσουν εδώ τον δρόμον των, αλλά δεν το κατόρθωσαν.
Τοποθετούμε τα οστά των, για να αναστηθούν εδώ κατά την Δευτέρα Παρουσία. Και τα άλλα οστά, που βλέπεις ότι τα μεταθέτομε από εδώ έξω στον κόσμον, είναι εκείνων των μοναχών, οι οποίοι με το σώμα των ήσαν εδώ, αλλά με τον νουν των ευρίσκοντο εις τον κόσμον, θέλοντες να έχουν σχέσεις με γονείς και κοσμικούς.
Δι΄ αυτό θα αναστηθούν όχι στο Άγιον Όρος αλλά στον κόσμον κατά την ημέρα της Κρίσεως.
ΠΗΓΗ : ΑΡΧΙΜ. ΙΩΑΝΝΙΚΙΟΥ ΚΟΤΣΩΝΗ, ΑΘΩΝΙΚΟΝ ΓΕΡΟΝΤΙΚΟΝ, εκδ. Ι. ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΓ. ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΠΑΛΑΜΑ, ΚΟΥΦΑΛΙΑ 2004, σ. 321.