Στην καλύβη του αγίου Παντελεήμονος προ εξήντα ετών (τέλη 19ου αιώνος), μόναζαν οι μοναχοί Γέροντας Γεράσιμος και Ιλαρίων ο διάδοχός του. Ο Γέρων Γεράσιμος είχε μεγάλη φιλία με τον Γέροντα της καλύβης του αγίου Ιακώβου, Άνθιμο τον Κερκυραίο.
Μια Παρασκευή απόγευμα, συνεννοήθηκαν, πριν ξημερώσει να πάνε μαζί στις Καρυές.
Πριν τα μεσάνυχτα, ήλθε ο μισάνθρωπος σατανάς με τη μορφή του Γέροντα Άνθιμου, χτυπά τη πόρτα και λέγει στον Γέροντα Γεράσιμο : «Πάμε γιατί πέρασε η ώρα, μόνο άναψε το φανάρι σου, γιατί εγώ αστόχησα να πάρω το δικό μου».
Μαζί και οι δύο, πήραν το δρόμο για τις Καρυές, και όταν έφτασαν στο σημείο που είναι τα μεγάλα πλατάνια, όπου ο ένας δρόμος πηγαίνει στις Καρυές και ο άλλος ανεβαίνει στο Κουρτζίδικο (ταυρόσπιτο), ξαφνικά ακούγεται ένας κρότος μαζί με τρομερό αέρα, παρασύρει τον Γέροντα Ι μέσα στο ρέμα του λάκκου, τσάκισε το φανάρι του, και ακούστηκε η απειλητική φωνή του βρωμερού-πονηρού εκείνου πνεύματος : «Τι να σου κάμω τώρα, αφού αυτό που βαστάς με καταδιώκει κάθε στιγμή».
Κρατούσε πάντα ο Γέροντας πάνω του ένα μικρό Ευαγγέλιο, και εξαιτίας αυτού δεν έπαθε καμία βλάβη υπό του πονηρού πνεύματος, αλλά καθήμενος εκεί προσεύχονταν ώσπου να ξημερώσει και να επιστρέψει στην καλύβη του.
Όταν έφτασε όμως η καθορισμένη ώρα, ήλθε ο πραγματικός Γέρων Άνθιμος, για να πάνε στις Καρυές. Η συνοδεία του εξεπλάγη λέγουσα : «εσύ ήλθες πρωτύτερα και μαζί φύγατε για τις Καρυές και πάλι ήλθες και τον ψάχνεις (τον Γέροντα Γεράσιμο) ;».
Από τα λόγια του Γέροντα Άνθιμου, κατάλαβε ο μοναχός Ιλαρίων ότι ο Γέροντάς του εξαπατήθηκε από τις φαντασίες του δαίμονα και τον ακολούθησε.
Αμέσως, άναψαν φανάρι και πήγαν προς αναζήτηση του Γέροντα Γεράσιμου. Τον βρήκαν ανάμεσα στους βάτους, καθήμενο και προσευχόμενο, υγιή με τη Χάρη του Θεού και δια πρεσβειών του Αγίου και Ιαματικού Παντελεήμονος, στο όνομα του οποίου τιμούνταν η καλύβη τους.
ΠΗΓΗ : «ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ», έτος 23ο, 1958, αριθ, 261-2, σ. 176 κ.ε.